Στη δεκαετία του 1930, όταν εγώ μεγάλωνα στην Πάτρα, τη λέξη «πρόσφυγες», που άκουγα, την τύλιγε μια διάχυτη αχλύ ανωμαλίας. Εχθρα; Κρυμμένος θυμός; Απόγνωση; Συμπόνια;
Η Πάτρα τότε πάλευε να ισορροπήσει μέσα σε νέες συνθήκες: το άλλοτε ανθηρό εμπόριο της σταφίδας που χανόταν, εργοστάσια που ξεφύτρωναν, διχοστασία στο λιμάνι της, όπου οι λίγοι που το διοικούσαν –ναυτικοί πράκτορες, εξαγωγείς, πλοιοκτήτες– ήταν βενιζελικοί, ενώ οι πολλοί που το δούλευαν –λιμενεργάτες, βαρκάρηδες, μαουνιέρηδες– ήταν Κωνσταντινικοί. Και ακόμη η πόλη πάσχιζε να βολέψει τις τρύπες που είχαν ανοίξει δέκα χρόνια τώρα, στον κοινωνικό της ιστό, οι αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις και οι μεγάλες απώλειες της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Στην πρόσφατη μελέτη της Χαρίκλειας Δημακοπούλου «Η αναζήτησις ευθυνών διά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν» (εκδ. Λειμών), βλέπω ότι στο μέτωπο εκείνο χάσαμε συνολικά 100.000 άνδρες, από έναν άρρενα πληθυσμό που έφθανε τότε μόλις τα 2.700.000. Τραγικό ποσοστό, που σήμαινε πως κάθε χωριό πενθούσε και κάθε οικογένεια υπέφερε, μια και αυτοί που έλειπαν ήταν αποκλειστικά νέοι – τα εργατικά χέρια που έτρεφαν κάθε σπιτικό. Δυσπραγία λοιπόν και κλάμα παντού. Αλλά όχι στα φανερά, ιδίως μάλιστα που μια ολόκληρη πολιτική παράταξη –η μεγάλη πλειοψηφία στην Πελοπόννησο– είχε καταδικασθεί μαζί με τους Εξι, ερήμην και ανέκκλητα, ως υπεύθυνη για την Καταστροφή.
Αυτά ούτε τα γνώριζα τότε, ούτε έχουν καμία αξία μερικές αόριστες παιδικές αναμνήσεις. Ενδέχεται όμως να αποτελέσουν ερεθίσματα για σκέψεις, πολύ αργότερα.
Το ενάμισι εκατομμύριο Μικρασιάτες, που έφθασε το 1922 με την ψυχή στο στόμα, απόμεινε με το παράπονο πως η Ελλάδα τούς συνέδραμε με λίγα, με πάρα πολύ λίγα. Ποιος όμως τότε τους πληροφόρησε πως η χώρα όπου κατέφευγαν δεν ήταν μόνο ήδη η ίδια τραγικά ξεματωμένη, αλλά και πολύ, μα πολύ φτωχότερη από εκείνη απ’ όπου έφευγαν; Φρόντισε κανείς να μάθουν ότι καμία Δύναμη δεν μας είχε βοηθήσει οικονομικά στην εμπλοκή μας στη Μικρά Ασία; Οτι κανένα κράτος δεν μας είχε δώσει ούτε καν το δάνειο που ζητούσαμε – τόσο επί Βενιζέλου όσο και επί των αντιβενιζελικών. Τα περιγράφει αυτά σύντομα και εύληπτα ο Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης στο πρόσφατο βιβλίο του «Οίκαδε» (εκδ. Archive). Επί τρία χρόνια το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών εσόδων της Ελλάδας το ρούφαγε η Μικρασιατική εκστρατεία. Και τέλος, λίγους μήνες πριν από την Καταστροφή, τον Μάρτιο του 1922, ο κάθε Ρωμηός είχε δει το κάθε του χαρτονόμισμα να κόβεται στα δύο: αν είχε, π.χ., εκατό δραχμές, ψαλιδιζόταν στη μέση, και του έμεναν μόνον οι πενήντα. Για τις άλλες πενήντα λάβαινε μια έντοκη ομολογία του ελληνικού κράτους! Θαυμάστηκε η παγκόσμια αυτή πρωτοτυπία αναγκαστικού δανείου, που επινόησε ο Πρωτοπαπαδάκης. Χάρις σ’ αυτήν κερδήθηκαν ακόμη μερικοί μήνες – ο στρατός μας παρέμεινε στη Μικρά Ασία και η διπλωματία μας συνέχισε την προσπάθεια να εξασφαλίσει διεθνή προστασία προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς που θα έμεναν εκεί. Αλλα η μεγαλόψυχη αλληλεγγύη του Ελληνα, που δέχθηκε –χωρίς το παραμικρό κιχ– να κάμει αυτή τη θυσία, γιατί αποσιωπήθηκε;
Στο μέτωπο της Μικρασίας χάσαμε 100.000 άνδρες, από έναν άρρενα πληθυσμό που έφθανε τότε μόλις τα 2.700.000. Τραγικό ποσοστό, που σήμαινε πως κάθε χωριό πενθούσε.
Αλλο παράπονο των Μικρασιατών είναι πως οι Ελληνες δεν τους άνοιξαν την αγκαλιά τους. Πόσο όμως μπορεί να ανοίξει μια αγκαλιά που χρόνια περιμένει το παιδί της – σε πολλές περιπτώσεις το μόνο που της έχει απομείνει από τους Βαλκανικούς πολέμους και από την εκστρατεία στη Νότιο Ρωσία. Και αντί για εκείνο, της έρχονται άλλοι –ομόθρησκοι, ναι, ομόγλωσσοι, ναι, ομόαιμοι, μάλιστα–, αλλά όχι το παιδί της, όχι αυτός που θα ξανάπαιρνε αυτομάτως το τσαπί του στο χωράφι, την προστασία των παιδιών του, τη θέση του στο κρεβάτι της γυναίκας του και τα καθήκοντά του, ως στήριγμα του γονιού του.
Το 1923 άρχισε και η ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ηταν κάπου 50.000 (όπως βλέπουμε στο Διαδίκτυο) αυτοί που είχαν παραδοθεί στην Τουρκία, αλλά δεν μας επεστράφη παρά το θλιβερότατο ένα τρίτον τους, 18.000 άνδρες, όλοι τους σκελετωμένοι, άρρωστοι, ανάπηροι. Φωτογραφίες σε εφημερίδες της εποχής αποτελούν φοβερές μαρτυρίες. Πολύ ακριβέστερα θα μάθουμε για αυτήν την όψη της τραγωδίας από τη μελέτη των Ν. Κανελλόπουλου και Ν. Τόμπρου που θα κυκλοφορήσει προσεχώς με τίτλο «Η τραγική ιστορία των Ελλήνων αιχμαλώτων στη Μικρά Ασία, 1919-1924» (εκδ. Μίνωας). Σημειώνω εδώ μόνον πως από τους 2.520 αξιωματικούς που αιχμαλωτίστηκαν το 1922, δεν επαναπατρίστηκαν παρά οι 845!
Σεπτέμβριος. Μήνας για να θυμόμαστε και για να σκεφτόμαστε τον Διχασμό και την Καταστροφή. Και για να συνετιζόμαστε.
*Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.