Οι Γάλλοι περιγράφουν το τέλος του καλοκαιριού με έναν σχολικό όρο: la rentrée, επιστροφή δηλαδή στα θρανία μετά το ευχάριστο διάλειμμα των καλοκαιρινών διακοπών. Είναι ένας εύστοχος όρος, τουλάχιστον για τις προνομιούχες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου το καλοκαίρι παραπέμπει σε μια γενικευμένη αναστολή της καθημερινότητας – και αυτό μολονότι η δύναμη των διακοπών έχει αρχίσει να εξασθενεί. Από τη μια το κόστος των διακοπών καθίσταται όλο και πιο δυσβάσταχτο για τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες και από την άλλη η αυξανόμενη ένταση της ηθικής της εργασίας που κυριαρχεί στις υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες τείνει να τις ταυτίζει με την τεμπελιά και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα: «You snooze, you lose», λένε στην Αμερική – όταν ροχαλίζεις την πατάς, σε ελεύθερη μετάφραση. Αν μάλιστα στο μέλλον επικρατήσει το ασιατικό μοντέλο, το μόνο σίγουρο είναι πως η ιδέα των διακοπών θα δεχθεί ένα τεράστιο πλήγμα. Αλλά και η ίδια η έννοια του καλοκαιριού (και όχι απλώς των διακοπών) μπαίνει σε τροχιά αμφισβήτησης, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες και οι φυσικές καταστροφές που το συνοδεύουν έχουν αρχίσει να του προσδίδουν μια δυστοπική χροιά. Θα είναι ρεαλιστικός στο κοντινό μέλλον ο «υπαίθριος βίος» μέσα στο καλοκαίρι, θα μπορούμε να χαιρόμαστε την εξοχή και τη θάλασσα με τον τρόπο που μάθαμε;
Προσπερνώντας αυτές τις υπαρξιακές ανησυχίες και περνώντας στην πιο πεζή πραγματικότητα του εγχώριου πολιτικού βίου, ο Σεπτέμβριος προσφέρεται για μια σφαιρική αποτίμηση του σημείου στο οποίο βρισκόμαστε. Και η αποτίμηση αυτή φοβάμαι πως δεν είναι ιδιαίτερα θετική, καθώς κυριαρχεί μια δυσάρεστη αίσθηση πως αυξάνεται ο κίνδυνος μιας τελμάτωσης αντίστοιχης με αυτή που γνωρίσαμε το διάστημα 2015-2019. Η μεταρρυθμιστική αρρυθμία που άρχιζε να ξεπροβάλλει μετά τις τελευταίες εκλογές και ενισχύθηκε αποφασιστικά μετά τις ευρωεκλογές κινδυνεύει να παγιωθεί. Προσπερνώ τις μεμονωμένες προσπάθειες και την εύκολη ρητορική περί νομοθετικού έργου για να σταθώ στην πραγματική διάθεση να δρομολογηθούν οι βαθιές αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα. Η κυβέρνηση δείχνει να έχει παγιδευτεί ανάμεσα σε έναν επιφανειακό τεχνοκρατισμό, που έχει πια εξαντληθεί και ένα φοβικό, διαχειριστικό και κυνικό ένστικτο, που τροφοδοτείται από την αντίληψη πως αυτή είναι η Ελλάδα, αυτούς τους ανθρώπους έχει και δεν μπορεί να αλλάξει. «Ας συμβιβαστούμε λοιπόν με την πραγματικότητα», είναι η όλο και συχνότερη αντίδραση κουρασμένων κυβερνητικών στελεχών όταν αντιμετωπίζουν κριτική σε ιδιωτικές συζητήσεις – και αναφέρομαι βέβαια στη μειοψηφία που ενδιαφέρεται να κάνει κάποια διαφορά, και όχι σε όσους η αποστολή της ζωής τους εξαντλείται στη διεκπεραίωση και για τους οποίους η «κατάρα της δεύτερης τετραετίας» λειτουργεί σαν ένα βολικό άλλοθι.
Oπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η απήχηση της κυβέρνησης συνεχίζει να υποχωρεί, ωθώντας την προς επιλογές παλαιοκομματικού τύπου. Η κατάσταση αυτή ενισχύεται από τα ασφυκτικά αδιέξοδα της αντιπολίτευσης.
Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει απολέσει την ικανότητά της να εμπνεύσει, έχει δηλαδή χάσει το στοιχείο ακριβώς που την οδήγησε σε δύο μεγάλες εκλογικές νίκες. Oπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η απήχησή της συνεχίζει να υποχωρεί, ωθώντας την προς επιλογές παλαιοκομματικού τύπου, όπως φάνηκε άλλωστε με τις πρόσφατες εμβληματικές επιλογές πολιτικού προσωπικού. Η κατάσταση αυτή ενισχύεται από τα ασφυκτικά αδιέξοδα της αντιπολίτευσης. Προσπερνώντας το σουρεαλιστικό σκηνικό του ΣΥΡΙΖΑ, είναι εντυπωσιακό πόσο οι υποψήφιοι για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δυσκολεύονται να ξεφύγουν από την ξύλινη γλώσσα που έχουν διδαχθεί, πόσο δεν καταφέρνουν να αρθρώσουν φρέσκες ιδέες. Και καθώς το οικονομικό περιβάλλον δεν βοηθάει, με αποτέλεσμα να πιανόμαστε από τον τουρισμό όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, οι εξελίξεις αυτές συγκλίνουν στην παγίωση μιας πραγματικότητας πολύ χαμηλών προσδοκιών, ενισχύοντας τη δυναμική της τελμάτωσης. Θα μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε; Το πέρασμα του χρόνου λειτουργεί εναντίον μας. Και η πραγματικότητα είναι πως στη συγκυρία που βρισκόμαστε μόνο η ίδια η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη δυναμική των πραγμάτων. Oμως, προτού αναρωτηθεί αν μπορεί, πρέπει πρώτα να αποφασίσει αν θέλει.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.