Με την υπογραφή της Διακηρύξεως των Αθηνών –αρχές του Δεκεμβρίου 2023– η Ελλάς και η Τουρκία «εξαγόρασαν χρόνο απαραίτητο» για να εδραιώσουν τις θέσεις τους στο περιφερειακό και στο ευρύτερο συμμαχικό επίπεδο. Ουδείς ανέμενε βεβαίως –με εξαίρεση κάποιους αιθεροβάμονες– ότι με την επανεκκίνηση του διαλόγου η Αθήνα και η Αγκυρα θα αναιρούσαν πολιτικές μισού και πλέον αιώνα. Από την άποψη αυτή, η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη –μετά τα εγκαίνια της ΔΕΘ– ότι αναγνωρίζει «με σαφήνεια πως ο πυρήνας του τουρκικού αναθεωρητισμού δεν έχει αλλάξει» ήταν μία «πραγματιστική» ούτως ειπείν διαπίστωση.
Η ουσία του όλου θέματος, ωστόσο, ίσως θα έπρεπε να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η Τουρκία αξιοποίησε όχι απλώς τον «εξαγορασθέντα χρόνο» της επαναπροσεγγίσεως με την Ελλάδα, αλλά κυρίως ότι στο διάστημα του 2024 επέτυχε αύξηση του ειδικού της βάρους σε κρίσιμες περιοχές ελληνικού ενδιαφέροντος.
Η ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας της Αγκυρας με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, με τις οποίες οι σχέσεις της Ελλάδος είναι εξόχως προβληματικές, δεν συνιστούν βεβαίως «στρατιωτική περικύκλωση» της χώρας μας. Αλλά ασφαλέστατα περιορίζουν τη δυνατότητα διεισδύσεως της Ελλάδος προς Βορράν. Παρέλκει να αναφερθεί κανείς στην πρόσφατη τουρκολιβυκή στρατιωτική συμφωνία. Οπως επίσης και στη μείζονος σημασίας επίσκεψη στην Αγκυρα του Αιγύπτιου προέδρου Αλ Σίσι, έπειτα από μακρά περίοδο σοβαροτάτης κρίσεως στις σχέσεις των δύο κρατών. Στο ιδιαιτέρως ρευστό περιβάλλον που κυριαρχεί στις μέρες μας, θα ήταν βεβαίως αφροσύνη να προεξοφλήσει κάποιος επιτυχία διαρκείας της τουρκικής πολιτικής.
Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, έγραφε πριν από χρόνια ο Παναγιώτης Πιπινέλης, είναι η προβολή της στρατιωτικής, πληθυσμιακής, οικονομικής και πολιτιστικής ισχύος της στον γεωγραφικό περίγυρό της. Αυτό αξιοποιεί ο κ. Ερντογάν. Το ειδικό βάρος της Ελλάδος αντλείται κυριότατα από το γεγονός ότι είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε., εις την συνεργασία με την οποίαν προσβλέπουν όλες οι χώρες της περιοχής. Ενδεχομένως να θεωρεί η Τουρκία ότι αυτό πρόκειται απλώς για «δάνειο» πλεονέκτημα της Ελλάδος σε μία Ενωση όπου υπάρχουν «οι μεγάλοι παίκτες». Με αυτούς και με τις ΗΠΑ κυριότατα διαπραγματεύεται η Αγκυρα, δίχως να αναιρεί στρατηγικές επιλογές της έναντι της Ελλάδος. Περί αυτού και μόνον πρόκειται, προφανώς.