Ο παππούς του Κυριάκου ήταν ψαράς και λαουτιέρης, όπως ο ίδιος. Ο πατέρας του ψαράς και βιολιτζής, όπως ο μοναχογιός του, ο Αντώνης. Εδώ και τέσσερις γενιές η αλιεία και η μουσική πρωταγωνιστούν στη ζωή τους, αυτό δεν έχει αλλάξει. Εχει αλλάξει δραματικά όμως ο τόπος τους, ένα νησί των Κυκλάδων από τα πιο τουριστικά· τόσο, που ακόμη και οι ίδιοι δυσκολεύονται να τον αναγνωρίσουν. «Σχεδόν όλα τα χωριά έχουν ενωθεί το ένα με το άλλο, δύσκολα θα βρεις χωράφι άχτιστο. Τις νύχτες, με τα φώτα, η εικόνα θυμίζει την Αθήνα. Οχήματα παντού: πέντε χιλιάδες είναι τα βανάκια κι άλλα τόσα τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα –τα δηλωμένα–, χώρια τα δίτροχα και οι γουρούνες», με ενημερώνουν πατέρας και γιος.
Δικός τους δρόμος παραμένει η θάλασσα. Το καΐκι τους, η «Φλώρα», είναι το δεύτερο σπίτι τους. Πριν από μερικά χρόνια αρνήθηκαν την ευρωπαϊκή επιδότηση που οδήγησε στον αφανισμό εκατοντάδων παραδοσιακών ξύλινων σκαριών. «Δεν βάσταγε η καρδιά μας να το σπάσουμε», εξομολογούνται. Μόνο που τα δίχτυα τους δεν μπορούν πια να εξασφαλίσουν τα προς το ζην στην οικογένεια. «Τα ψάρια λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο. Οκτώ στα δέκα από όσα πιάνουμε είναι ξενικά είδη – γερμανοί, τρομπέτες, λεοντόψαρα. Οι καταναλωτές δεν τα γνωρίζουν, επομένως δεν μπορούμε να τα πουλήσουμε».
«Σχεδόν όλα τα χωριά στο νησί έχουν ενωθεί το ένα με το άλλο, δύσκολα θα βρεις χωράφι άχτιστο. Τις νύχτες, με τα φώτα, η εικόνα θυμίζει την Αθήνα».
Ο αλιευτικός τουρισμός τούς έδωσε μια διέξοδο, μια δικαιολογία να μη στρέψουν το βλέμμα και τη ζωή τους στη στεριά. Διοργανώνουν εκδρομές για ξένους ή Ελληνες που θέλουν να δουν από κοντά τον παραδοσιακό τρόπο ψαρέματος. Η Φλώρα, σύζυγος και μητέρα, φτιάχνει κακαβιά με τα μικρόψαρα που πιάνουν ή τηγανίζει τα πιο μεγάλα, πατέρας και γιος κόβουν σαλάτες, καθαρίζουν πατάτες, στρώνουν «τραπέζι» πάνω στο κατάστρωμα, γεμίζουν τα ποτήρια με κρασί, παίζουν μουσική, τραγουδούν.
«Ολα όσα θα φάνε οι επισκέπτες μας είναι από τα δίχτυα και τον μπαξέ μας, τίποτα αγορασμένο, τίποτα “δήθεν”. Ουσιαστικά, τους δείχνουμε κάτι που δεν υπάρχει πια και, δυστυχώς, που ελάχιστοι Ελληνες θεωρούν πολύτιμο, όπως θα έπρεπε: τη σύνδεση με τη θάλασσα και τη γη», μου λέει ο καπετάν Κυριάκος. «Το επιχείρημα των περισσότερων ντόπιων είναι πως έχουν αλλάξει οι εποχές. Δεν συμφωνώ. Οι άνθρωποι κάνουν τις εποχές: εκείνοι που ζούσαν κάποτε στο νησί μας, εκείνοι που ζουν σήμερα και όσοι θα ζήσουν στο μέλλον. Θα το αγαπήσουν με τον ίδιο τρόπο; Θα το σεβαστούν; Θα το φροντίσουν;».
Υψώσαμε τα ποτήρια με το δροσερό Ασύρτικο. Απάντηση, έτσι κι αλλιώς, δεν είχαμε…