Στην πρόσφατη παρουσία του στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός επιχείρησε να διαχειριστεί ένα ζήτημα που έχει επισημανθεί σε αυτή τη δεύτερη θητεία του. Την απουσία ενός συνεκτικού αφηγήματος, το οποίο θα αντικαταστήσει την «επιστροφή στην κανονικότητα» και τη «σταθερότητα», που κυριάρχησαν ως ζητούμενα στις εκλογές του 2019 και του 2023.
Αν και δεν αναδείχθηκε κάποιο αντίστοιχο πρόταγμα, η στρατηγική του πρωθυπουργού ήταν ευδιάκριτη. Αναφέροντας εμφατικά ότι ορόσημο αξιολόγησης της κυβέρνησης θα είναι το 2027, θέλησε να υπερβεί τη σημερινή συγκυρία και να εστιάσει στη μεγάλη εικόνα. Να μεταφέρει τη συζήτηση από το πεδίο της καθημερινής διαχείρισης –όπου οι περισσότεροι σήμερα έχουν τουλάχιστον έναν λόγο να δυσφορούν– στο πώς θα είναι η Ελλάδα το 2027. Και θέτοντας παράλληλα κάποιους συγκεκριμένους στόχους να αρχίσει να σχηματοποιεί από τώρα ένα αφήγημα που θα αφορά την Ελλάδα που παρέλαβε και την Ελλάδα που θα παρουσιάσει έπειτα από 8 χρόνια διακυβέρνησης.
Το γεγονός ότι η επόμενη τριετία έχει καθαρό πολιτικό ορίζοντα αποτελεί πλεονέκτημα για τη Ν.Δ. Αν δεν εγκλωβιστεί σε μια επιζήμια εσωστρέφεια θα έχει τον χρόνο να εφαρμόσει –και να κεφαλαιοποιήσει, αν φυσικά αποδώσουν– τις πολιτικές της, αλλά και να αποκαταστήσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης της με δυσαρεστημένα εκλογικά κοινά. Εκμεταλλευόμενη παράλληλα την κατάσταση στον χώρο της αντιπολίτευσης, που έχει τα δικά του προβλήματα.
Χρόνο, βέβαια, αποκτούν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης για να ανασυνταχθούν και να απαντήσουν έτσι στην ευρεία πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει αντιπολίτευση». Κάτι που, τυπικώς τουλάχιστον, δεν είναι απολύτως ακριβές.
Στο πολιτικό μας τοπίο δεν υπάρχει έλλειψη αντιπολιτευτικών φωνών. Αντιθέτως, σπανίως στο Κοινοβούλιο υπήρχαν τόσα πολλά αντιπολιτευόμενα κόμματα. Η σημερινή κυβέρνηση έχει τρία – τέσσερα κόμματα στα «δεξιά» της και άλλα τέσσερα – πέντε κόμματα στα «αριστερά» της, με την κριτική που της ασκείται να προέρχεται αντιστοίχως από όλο το πολιτικό φάσμα. Αυτό που δεν υπάρχει είναι πειστική αντιπολίτευση, λόγω των παθογενειών των υπαρχόντων κομμάτων, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η αντίληψη ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Κάτι που οδηγεί ορισμένους σε μια αυτάρεσκη επανάπαυση, κάποιους άλλους σε μια υπέρμετρη τοξικότητα, θεωρώντας ότι τα υψηλά ντεσιμπέλ θα αντιστρέψουν αυτή την πεποίθηση και πολλούς ψηφοφόρους να γυρίζουν απογοητευμένοι την πλάτη σε όλους.
Η έλλειψη πειστικής αντιπολίτευσης, ωστόσο, είναι αμφίβολο πώς επηρεάζει την κυβέρνηση.
Στις πρόσφατες ευρωεκλογές λειτούργησε απολύτως αποσυσπειρωτικά για την κυβέρνηση, καθώς τις μετέτρεψε σε μια ευκαιρία ασφαλούς διαμαρτυρίας. Οπως και γενικά τον τελευταίο χρόνο η επιδείνωση της κυβερνητικής εικόνας δεν είναι άσχετη με το τοπίο που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του 2023 και την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία είχαμε τότε χαρακτηρίσει ως «δηλητηριασμένο δώρο» για τη Ν.Δ. Κάθε κυβέρνηση χρειάζεται αντιπάλους και για κάθε κυβέρνηση είναι ευκολότερο να τσακώνεται με εκείνους παρά με τα προβλήματα καθαυτά.
Κάθε κυβέρνηση χρειάζεται αντιπάλους και για κάθε κυβέρνηση είναι ευκολότερο να τσακώνεται με εκείνους παρά με τα προβλήματα καθαυτά.
Υπάρχει το γνωστό κλισέ: «Μια καλή αντιπολίτευση κάνει καλύτερη και την κυβέρνηση». Αυτό όμως που δεν διευκρινίζεται είναι τι ορίζεται ως «καλή» αντιπολίτευση. Καλή για ποιον; Για την ίδια ή για τη χώρα; Αυτά δεν ταυτίζονται απαραίτητα. Μπορεί ένα αντιπολιτευτικό κόμμα να πετύχει τους στόχους του ακολουθώντας μια δημαγωγική και αμοραλιστική στρατηγική. «Αποτελεσματική» αντιπολίτευση θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί. «Καλή» ή «χρήσιμη», όμως, σε ό,τι αφορά τη χώρα, είναι αμφίβολο.
Καμιά κυβέρνηση δεν είναι εύκολο να λειτουργήσει σε ένα διαρκώς ναρκοθετημένο τοπίο, με συνεχείς κοινωνικές εντάσεις, ανεξέλεγκτο δημαγωγικό λαϊκισμό και χωρίς κάποιες βασικές μίνιμουμ συναινέσεις.
Η ύπαρξη ισχυρής αντιπολίτευσης διασφαλίζει ισορροπία στο πολιτικό σύστημα. Ενισχύει τον βαθμό πολιτικής εμπιστοσύνης. Οπτικοποιεί το πεδίο αντιπαράθεσης. Λειτουργεί επίσης ως μηχανισμός αυτοσυγκράτησης, ως περιοριστική δύναμη έναντι όλων των (αρνητικών) φαινομένων που αφορούν τη φύση της πολιτικής εξουσίας. Σε μια κυβέρνηση με περιορισμένη αυτοσυγκράτηση η ύπαρξη ισχυρής αντιπολίτευσης θέτει από μόνη της όρια. Για μια κυβέρνηση ούτως ή άλλως μετρημένη, το να μην έχει ισχυρή αντιπολίτευση, όχι μόνο δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικό δώρο υπό την έννοια της απρόσκοπτης εφαρμογής του προγράμματός της.
Το ερώτημα συνεπώς, αν μια κυβέρνηση τη συμφέρει να έχει ή όχι ισχυρή αντιπολίτευση δεν μπορεί να απαντηθεί κατηγορηματικά. Αλλά δεν είναι και απαραίτητο να απαντηθεί. Οι εκλογές είναι ούτως ή άλλως από τη φύση τους διαδικασία ταυτίσεων και συγκρίσεων. Είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εκλογικής συμπεριφοράς, είναι κάτι που οι ψηφοφόροι κάνουν ούτως ή άλλως.
Το βέβαιο είναι ότι για μια κυβέρνηση 8 ετών (όπως θα είναι η Ν.Δ. το 2027), το αν θα υπάρχει ή όχι αξιόμαχος αντίπαλος δεν μπορεί να αποτελεί σήμερα στοιχείο της στρατηγικής της, παρά μόνο υπό το πρίσμα της ευκολότερης εφαρμογής της πολιτικής της.
Για τη Ν.∆. η πρόκληση είναι προφανής: αν οι στόχοι που έθεσε ο πρωθυπουργός επιτευχθούν, αν η πολιτική της δημιουργεί τότε ακόμη προσδοκίες, αν η διεθνής εικόνα της χώρας παραμένει ικανοποιητική, αν η πολυετής διακυβέρνηση δεν συνοδεύεται από φαινόμενα αλαζονείας και κυρίως αν υπάρχει ένα συνεκτικό αφήγημα σε όσα λέει ή κάνει, τότε θα εξακολουθεί να κρατάει την τύχη της στα χέρια της. Ασχέτως των εξελίξεων στον χώρο της αντιπολίτευσης, τις οποίες ούτως ή άλλως δεν μπορεί να καθορίσει. Ειδάλλως, το όποιο κενό διαφαίνεται σήμερα θα καλυφθεί από τη δυναμική των πραγμάτων.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.