Μερικές φορές όταν αγοράζω καφέ στο χέρι και κρυφακούω τις κουβέντες πίσω από τον πάγκο θυμάμαι εκείνες τις φωτογραφίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1930, με εργαζόμενες σε καφετέριες να φορούν στο πέτο το σήμα του συνδικάτου τους. Στα πρώτα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης το εργατικό κίνημα ήταν στο ναδίρ. Η εκλογή του Ρούζβελτ, η υπόσχεση του New Deal για ενίσχυση των παραγωγών του πλούτου και μια νομοθετική ρύθμιση για το δικαίωμα στον ελεύθερο συνδικαλισμό απελευθέρωσε μια συγκλονιστική κοινωνική δυναμική. Από τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες μέχρι και τις αλυσίδες στην εστίαση ξεπήδησαν εργατικά σωματεία που πρωταγωνίστησαν σε μαχητικές απεργίες με οικονομικά αιτήματα, που είχαν εντέλει και πολιτικό πρόσημο: μια δίκαιη ρύθμιση των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας. Η εμπειρία αυτή συγκρότησε μια βαθιά σχέση εκπροσώπησης, που φτάνει μέχρι και σήμερα. Το Δημοκρατικό Κόμμα έγινε το κόμμα των συνδικαλισμένων εργατών και εργατριών.
Αυτό δεν συνέβη στην Ελλάδα το 2015-2019. Αλλες εποχές προφανώς και εμείς οι ιστορικοί είμαστε οι πρώτοι που επιχειρηματολογούμε για το ανώφελο των ιστορικών αναλογιών. Ακόμη όμως κι έτσι, η κυβέρνηση της Αριστεράς διαχειρίστηκε επιτυχώς την κρίση εκεί που το παλιό πολιτικό σύστημα απέτυχε, αλλά αυτή η διαχείριση έμεινε μέσα στα όρια μιας πολιτικής «από τα πάνω». Δεν τροφοδότησε και δεν ανατροφοδοτήθηκε από την ανάπτυξη ενός ανανεωμένου εργατικού κινήματος που θα αμφισβητούσε τόσο τη συνδικαλιστική –ανδρική και ηλικιωμένη– γραφειοκρατία όσο και τη βαθιά εμπεδωμένη λογική όπου το κράτος παρεμβαίνει πατερναλιστικά στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων. Ετσι, μπορεί τα παιδιά που δουλεύουν στα χιλιάδες καφέ της χώρας να είδαν μια αύξηση στον μισθό τους, να ένιωσαν ότι η Επιθεώρηση Εργασίας μπορούσε να παρέμβει υπέρ τους, να έλαβαν ένα ενισχυτικό επίδομα, αλλά ο βαθύς πυρήνας των εργασιακών σχέσεων δεν άλλαξε. Αυτή άλλωστε ήταν και η βασική ρήτρα της εποχής των μνημονίων. Ετσι, είχαμε ένα μεγάλο παράδοξο. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, δίχως την ανάπτυξη κινηματικών διεκδικήσεων για έναν νέο διαμοιρασμό, πιο δίκαιο, του παραγόμενου πλούτου.
Στη συζήτηση για την κρίση της Αριστεράς κυριαρχεί η ανάλυση που εστιάζει στη σφαίρα του κατεξοχήν πολιτικού. Προφανώς έχει βάση. Η αντιφατική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα στο 2015-2019, η καταστροφική αντιπολίτευση του 2019-2023, η ολοκλήρωση μιας πορείας συντηρητικοποίησης και ευτελισμού, που σηματοδότησε η επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη, έχουν οδηγήσει έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο στην επικράτεια της ανυποληψίας. Αυτή όμως είναι η μία –και μάλλον και πιο προφανής– όψη. Η κρίση της Αριστεράς, όμως, είναι πρωτίστως κοινωνική. Η ρητορική της δεν συνδέεται –όπως έδειξε και ο εκλογικός χάρτης του 2023– με συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές. Στο επίκεντρο αυτής της κρίσης βρίσκεται η σχέση της με τον κόσμο της εργασίας. Η τυπική λήξη της εποχής των μνημονίων δεν σήμανε το τέλος της μνημονιακής λογικής για τη συμπίεση των μισθών και τον περιορισμό της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων. Το αντίθετο. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια συνθήκη όπου το πρόβλημα του «να βρω δουλειά» έχει αντικατασταθεί από κακοπληρωμένες δουλειές, ρυθμούς που είναι εξαντλητικοί και κυρίως μια αίσθηση ότι όσο και να εργάζεται κανείς, αυτό απλά δεν φτάνει και σίγουρα δεν εγγυάται ένα καθεστώς ασφάλειας και ευημερίας. Το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση για την εξαήμερη εργασία ή την κατάργηση του οκταώρου δεν έφερε μια αντίδραση ή πραγματική δημόσια συζήτηση, αποκαλύπτει πού βρισκόμαστε: αυτά τα πράγματα ήδη είναι εμπεδωμένες πρακτικές. Απλά πλέον είναι και νομικά κατοχυρωμένες.
Η κρίση της Αριστεράς είναι πρωτίστως κοινωνική. Η ρητορική της δεν συνδέεται – όπως έδειξε και ο εκλογικός χάρτης του 2023– με συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές.
Αυτό δεν αφορά μόνο την παραδοσιακή βιομηχανική εργατική τάξη. Αφορά και τον κόσμο της μισθωτής διανόησης, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, το κατακερματισμένο και πολλαπλά καταπιεσμένο οικοσύστημα των ευέλικτων μορφών εργασίας – όπως στη «βιομηχανία» του τουρισμού. Το αίτημα για μια ριζική αναδιανομή του πλούτου και του εργάσιμου χρόνου εκφράζεται ως ατομικό παράπονο, εμφανίζεται μέσα από συμβολικές –και συχνά ψηφιακές– διαμάχες, αποκρυσταλλώνεται στις τάσεις φυγής από τη χώρα ή της άρνησης των νέων να εργαστούν για έναν μισθό που δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Δεν έχει όμως βρει πολιτική έκφραση. Η Αριστερά δεν πείθει ότι μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας: επαναλαμβάνει συνθήματα που δεν συνδέονται με τις νέες μορφές εκμετάλλευσης, είναι συντηρητική στα θέματα της δημοκρατίας στον χώρο εργασίας, έχει χάσει την ίδια την τεχνογνωσία –με την εξαίρεση του ΚΚΕ– της αντίστασης στην αυθαιρεσία ενός αρρύθμιστου πεδίου όπου βασιλεύει η εξατομίκευση και η εντατικοποίηση των ρυθμών δουλειάς.
Το 2022 ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν συναντώντας τον πρόεδρο του σωματείου της Amazon είπε, «μου αρέσει που είσαι ο μπελάς μου». Η κοινωνική πίεση για μια πολιτική που ξεφεύγει από τα στενά όρια ενός σπορ για μυημένους (ή εθισμένους) σε αυτήν είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ανανέωση της Αριστεράς. Η τελευταία έχασε μια πολύτιμη ευκαιρία, ανάμεσα σε άλλες, να αποκτήσει αυτόν τον πολύτιμο μπελά όταν βρέθηκε σε θέσεις ευθύνης. Τώρα, βυθισμένη στην κρίση της, θα πρέπει να τον ανακαλύψει.
*Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός.