Το 2024, και ενώ έχουμε αφήσει πίσω μας την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και τη φρενίτιδα για ταξίδια που ακολούθησε διεθνώς, είναι μία χρονιά που τίθενται πολλά και σημαντικά ζητήματα για τον τουρισμό.
Τα πάνω από 20 δισ. ευρώ άμεσα έσοδα με τα οποία ενισχύεται το ΑΕΠ, τα φορολογικά έσοδα και η μεγάλη διάχυση των εσόδων στις τοπικές οικονομίες, τοποθετούν τον τουρισμό ψηλά στην ατζέντα των θεμάτων που η πολιτεία οφείλει να διαχειριστεί αποτελεσματικά. Ενα από τα κρίσιμα ζητήματα που προκύπτουν είναι η σχέση φαινομένων υπερτουρισμού με το brand της χώρας.
Ξεκινώντας από τα βασικά, ο υπερτουρισμός σημαίνει κακή εμπειρία σε έναν τόπο, τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες. Επομένως, εξ ορισμού, ο υπερτουρισμός υποβιβάζει την εμπειρία, πλήττει το προϊόν και κατά συνέπεια το brand.
Ταυτόχρονα, το brand πλήττεται και από μια ανερμάτιστη, χωρίς δεδομένα και γνώση συζήτηση για τον υπερτουρισμό σε ευρύτερο επίπεδο, η οποία είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα και δημιουργεί ένταση στη σχέση μεταξύ επαγγελματιών του τουρισμού και κοινωνίας.
Η Ελλάδα διαθέτει ένα πολύ μεγάλο εύρος στο προϊόν της. Είναι δύσκολο να αναλυθούν τα ζητήματα του τουρισμού με λίγες λέξεις, καθώς διαφοροποιούνται ανάλογα με τον κάθε τόπο. Οι γενικεύσεις, οι υπεραπλουστεύσεις και κυρίως η απουσία δεδομένων στη δημόσια συζήτηση, δεν συμβάλλουν στη δημιουργία των αναγκαίων συναινέσεων για την εξεύρεση λύσεων που απαιτεί ο τουρισμός, και εντέλει η οικονομία.
Το τέλος για την κρουαζιέρα, που βασίζεται στην απλή λογική ότι όποιος επιβαρύνει πρέπει να πληρώνει, είναι μία εκκρεμότητα πολλών χρόνων για την πολιτεία, όπως και η ανάγκη για το λεγόμενο «berth allocation» σε ορισμένους προορισμούς. Προφανώς, κάθε κρουαζιερόπλοιο δεν μπορεί να καταπλέει στα μικρά νησιά όποτε το βολεύει. Αντιθέτως, ο τόπος επιβάλλει περιορισμούς για το ποιος έρχεται και πότε, ανάλογα με το πώς αντέχουν οι υποδομές.
Παράλληλα, η εξειδίκευση και η διαφοροποίηση των περιορισμών στη βραχυχρόνια μίσθωση ανά δημοτικό διαμέρισμα ή άλλη γεωγραφική ενότητα, μία θέση του ΣΕΤΕ διατυπωμένη δημόσια εδώ και χρόνια, είναι άκρως προφανής. Αλλιώς αντιμετωπίζεις τη βραχυχρόνια μίσθωση εκεί όπου αναγεννά μία περιοχή, φέρνοντας εισόδημα στους πολίτες, και αλλιώς εκεί όπου προκαλεί πλέον πρόβλημα.
Η συζήτηση για την ορθή υλοποίηση αυτών των μέτρων με ρεαλισμό, δικαιοσύνη, συγκεκριμένη στόχευση και αποτελεσματικότητα είναι μεγάλη και σύνθετη. Τα μέτρα λαμβάνονται για την προστασία των προορισμών, ιδανικά προληπτικά και όχι κατασταλτικά, καθώς το τελευταίο δηλώνει ήδη την ύπαρξη προβλήματος στη λειτουργία του προορισμού. Για αυτόν τον λόγο, ο ΣΕΤΕ, μέσω του Ινστιτούτου του, από το 2021 εκπονεί συγκεκριμένα σχέδια δράσης για όλη τη χώρα, με κριτήριο τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, καθώς και τις ευκαιρίες που αναδύονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης του τουρισμού. Δυστυχώς όμως οι εμπλεκόμενοι είναι πολλοί: κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι και, φυσικά, η κοινωνία. Ο ιδιωτικός τομέας έχει φυσικά το δικό του μερίδιο ευθύνης σε αυτή τη μετάβαση στην επόμενη μέρα. Η αυτορρύθμισή του σε θέματα περιβαλλοντικά ή θέματα που αφορούν την ταυτότητα των προορισμών είναι σημαντική και αναγκαία. Οι κυβερνήσεις και η τοπική αυτοδιοίκηση συνήθως αντιδρούν σε ήδη διαμορφωμένα προβλήματα. Ο ιδιωτικός τομέας, με την αυτονόητη τεχνογνωσία του, πρέπει να δείξει τον δρόμο, να δημιουργήσει συμμαχίες, να θέσει πλαίσια λειτουργίας, να καθοδηγήσει και, εντέλει, να εμπνεύσει. Αυτό επιδιώκει ο ΣΕΤΕ με την πρωτοβουλία του Metron Sustainable Tourism.
Η προστασία των προορισμών ή η ανάπτυξή τους σε άλλες περιπτώσεις, μέσω της διαχείρισής τους, είναι το σημαντικότερο ζητούμενο για τον τουριστικό τομέα. Παράλληλα, ο εμπλουτισμός του τουριστικού προϊόντος μέσω της ανάπτυξης και άλλων τομέων της οικονομίας και της σύνδεσής τους με τον τουρισμό μπορεί να αποφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη για όλους.
Η συνολική ταύτιση του ελληνικού τουρισμού με την έννοια του υπερτουρισμού, σαν να είναι τα θέματα όλων των προορισμών ενιαία, είναι λανθασμένη, δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία, προκαλεί διχασμό και τελικά θέτει σε κίνδυνο το συνολικό οικοδόμημα.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο συζητάμε για τη χώρα μας σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό τομέα αναπαράγεται και στο εξωτερικό. Αν αδικούμε τη χώρα μας, εγκλωβιζόμαστε σε μία ρητορική που μας βλάπτει. Με άλλα λόγια, βάζουμε τα χέρια μας και βγάζουμε τα μάτια μας.
Η κ. Ιωάννα Δρέττα είναι πρόεδρος της Marketing Greece.