Στο σούπερ μάρκετ είναι εντελώς άδεια. Στους πάγκους με τα τυριά σκοτώνουν μύγες οι υπάλληλοι. Οριακά νιώθω περίεργα που καίνε τόσο ρεύμα. Λίγο παραδίπλα έχει λαϊκή. Εκεί βρίσκονται όλοι. Πέφτουν σαν τις ακρίδες σε καφάσια με φθηνά λαχανικά. Μια γιαγιούλα ανακατεύει το εμπόρευμα με τις ώρες. «Πανάκριβα τα ’χεις», λέει στον πωλητή, έναν Πακιστανό που σίγουρα δεν φταίει για την τιμή της πιπεριάς και που ισχυρίζεται πως είναι είκοσι πέντε, ενώ μοιάζει πολύ πολύ μεγαλύτερος.
Στη λαϊκή ο κόσμος φυσάει και ξεφυσάει ψαχουλεύοντας τους σωρούς με τα οπωροκηπευτικά που περάσανε και η τιμή τους έχει πέσει. Τα καινούργια φρούτα είναι πολύ ακριβά, σχεδόν απλησίαστα. Ο πωλητής σύκων έχει βγάλει ελάχιστα στον πάγκο του.
Στοιχειώδη αγαθά κοστίζουν πανάκριβα. Με λίγα σύκα και λίγο τυρί μπορεί να πέσει κανείς εκτός προϋπολογισμού. Κάνω περίεργες σκέψεις: όπως το καλοκαίρι που μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποκλείστηκε από το «ελληνικό καλοκαίρι», αλλά και από το τοπίο του (φωτιές, θερμικό στρες που επέβαλε μία ζωή σε κλειστούς χώρους), έτσι και τώρα αποκλείονται από στοιχειώδη συστατικά της κουζίνας. Ο γαλλικός καφές κάνει επτά ευρώ. Ορισμένα είδη τυριών κινούνται σταθερά πάνω από το πεντάευρω.
Η χώρα μας έρχεται τρίτη, μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, στον δείκτη σοβαρής υλικής και κοινωνικής υστέρησης για το 2023 (Eurostat, Severe Material And Social Deprivation Rate, 2023). Πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πολύ μακριά από χώρες που συνηθίζουμε να νομίζουμε πως μας μοιάζουν, όπως η Πορτογαλία ή η Ιταλία.
Κι αν θέλει κανείς να τρώει υγιεινά ζεστά γεύματα, πρέπει να συνυπολογίσει το κόστος της ενέργειας και το κόστος της εργασίας του σ’ αυτό των πρώτων υλών τύπου φακές. Αυτό δημιουργεί κίνητρα στους φτωχούς (σε χρόνο, χρήμα ή και στα δύο) να τρώνε σάπια γεύματα τύπου KFC και McDonald’s, πίτσες λάστιχο και τοστ. Είναι η κοινωνική ανισότητα της καθημερινότητας: το λιτό, υγιεινό φαγητό έχει εισοδηματικό φραγμό ή είναι για τους προκομμένους αργόσχολους που μπορούν να αφιερώνουν λίγη ώρα παραπάνω στο κυνήγι των προσφορών και μετά στο θρεπτικό μαγείρεμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία των άλλων στόχων τους (κοινωνική ζωή, σταθερή εργασία που επιτρέπει την αποταμίευση κ.λπ.).
Ο μεσημεριανός χρόνος των νέων ανθρώπων συνήθως κοστίζει. Την ώρα που οι πωλητές στις λαϊκές αγορές ρίχνουν τις τιμές τους, οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι πρέπει να βρίσκονται βιδωμένοι σε κάποια θέση εργασίας (υπάρχουν διευθύντριες που θέλουν οπωσδήποτε να βλέπουν το πρόσωπο της εργαζόμενης – γιατί;) ή να μαζέψουν το παιδί τους από το νηπιαγωγείο. Το αποτέλεσμα είναι να ψωνίζουν δυσαρεστημένοι κι απρόθυμοι απ’ αυτά τα καταστήματα ελαστικού ωραρίου που μένουν ανοιχτά μέχρι αργά και είναι φωταγωγημένα σαν χειρουργεία, για να προσδώσουν λίγη φρεσκάδα στα μαραμένα, υπερκοστολογημένα φρούτα. Το σκηνικό ψύξης είναι απολύτως απαραίτητο, γιατί σ’ αυτά τα καταφύγια της τελευταίας στιγμής ο υπάλληλος γραφείου θα πληρώσει τα βασικά σαν να ήταν κάτι πολυτελές.
Γιατί η αγορά στην Ελλάδα είναι τόσο απαίσια; Οι εταιρείες είναι απλώς ασύδοτες. Από τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών που σε παίρνουν τηλέφωνο, για να σου πουλήσουν πακέτα, μέχρι την ποιότητα της σύνδεσης στο Ιντερνετ, μέχρι το σούπερ μάρκετ παρακολουθούμε ένα θεατρικό έργο όπου αγαθά που μέχρι πρότινος ήταν το ταπεινό στοιχειώδες της ζωής στη χώρα σκηνοθετούνται σαν αγαθά πολυτελείας. Υπάρχει εποπτεία;
Λειτουργούν οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί; Είμαστε στο έλεος των εταιρειών; Εν τω μεταξύ είναι συγκλονιστική και η απουσία κινήματος καταναλωτών στη χώρα μας – σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ε.Ε., οι Ελληνες δεν ξέρουν καν τι είναι το νορμάλ και το αναμενόμενο με βάση κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ντρέπονται να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, μην τυχόν και φανεί πως δεν έχουν άνεση, και φυσικά δεν απαιτούν οι κρατικοί ή ανεξάρτητοι μηχανισμοί να δουλέψουν στο φουλ, για να τους προστατέψουν.
Η ριζοσπαστικοποίηση έχει και υλικές προϋποθέσεις. Η στροφή του ανθρώπου προς το ακροδεξιό άκρο, το πολιτικά γκροτέσκ, η έλξη της χυδαιότητας και της αγένειας έχουν (και) υλικές βάσεις. Παρόλο που, φυσικά, η εισοδηματική πίεση δεν είναι συγχωροχάρτι και η φτώχεια δεν δίνει λευκή ηθική επιταγή, για να στρέφεται κανείς στον ρατσισμό και στη μισανθρωπιά, οι υλικές πιέσεις δημιουργούν μια τοξική ατμόσφαιρα που θρέφει αντιπαλότητες. Συχνά δεν είναι καν εντός των κανόνων της βασικής ηθικής της συνύπαρξης οι λύσεις που δείχνουν πειστικές όταν έχει κανείς αληθινά απελπιστεί.
Στην Ελλάδα οι άνθρωποι δείχνουν σημάδια απελπισίας. Ακόμη και το ντύσιμό τους στον δρόμο φανερώνει πως έχουν παραιτηθεί από κάθε περιττό έξοδο. Εργάζονται, αλλά ζουν σαν φοιτητές, με μία διαρκή εξίσωση να παίζει μέσα στο μυαλό τους, όπου εάν αγοράσουν το ένα πρέπει να παραλείψουν το άλλο. Εάν ψωνίσουν τα στοιχειώδη, πρέπει να πειστούν –από ινφλουένσερ, χαζοβιόληδες των ιστοσελίδων, foody αρθρογράφους, advertorials, «δημιουργούς» lifestyle κοότεντ κ.λπ.– πως τρώνε γκουρμέ. Η απελπισία, όμως, δεν μένει ποτέ πολιτικά ορφανή.