Ενα βράδυ πέρσι περνούσα από τον κινηματογράφο Ελλη. Το μάτι μου έπεσε σε μία εντυπωσιακή αφίσα με σκοτάδι και Αριους που παραθέριζαν. Επαιζε τη Ζώνη Ενδιαφέροντος (The Zone Of Interest) του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Μπήκα. Η ταινία ακολουθεί την ήρεμη ζωή του διοικητή στρατοπέδου συγκέντρωσης Ρούντολφ Ες και της συζύγου του. Το πρόβλημα της εξόντωσης των Εβραίων παρουσιάζεται σαν ένα τεχνικό-διοικητικό ζήτημα προς επίλυση, ένα από τα πολλά που απαιτούν οργανωτική δεξιότητα και επιμονή.
Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε το εντομοκτόνο Zyklon-B. Μάλιστα τον Σεπτέμβριο είναι η μαύρη επέτειος της χρήσης του (βλ. Καθημερινή, Σαν Σήμερα, 3 Σεπτεμβρίου 1941). «Η χημική ουσία αποτελούνταν από υδροκυάνιο, μαζί με σταθεροποιητές και μία προειδοποιητική οσμή. […] Τα σφαιρίδια του Zyklon-B απελευθέρωναν υδροκυάνιο σε αέρια μορφή, το οποίο είναι εξαιρετικά τοξικό». Χρησιμοποιήθηκε πειραματικά το 1941. Το πείραμα πέτυχε. Σε περίπου είκοσι λεπτά όλοι οι κλεισμένοι στον θάλαμο βρέθηκαν πεθαμένοι και ποδοπατημένοι. Η χρήση του εγκρίθηκε.
Σκέφτηκα το παρασιτοκτόνο, γιατί το λεξιλόγιο της σύγχρονης εξτρεμιστικής Δεξιάς αποσκοπεί συχνά στην αποπροσωποποίηση του αντιπάλου. «Παράσιτα», «παράνομοι εξωγήινοι», «έντομα» κ.λπ. Οι ευθείες αναγωγές από ένα τέτοιο λεκτικό στη φαντασίωση μίας «τελικής λύσης» πρέπει, φυσικά, να αποφευχθούν. Μάλιστα ισχυρίζομαι πως η οργανωτική δεινότητα που απαιτείται για την υλοποίηση ενός ναζιστικού σχεδίου είναι πραγματικά συγκλονιστική. Σε ό,τι αφορά τις λέξεις (παράσιτο, εξωγήινοι) μπορούμε απλώς σε πρώτη φάση να παρατηρήσουμε μία νάρκωση της αυτόματης σχεδόν συμπόνοιας που νιώθουν οι άνθρωποι που δεν είναι κοινωνιοπαθείς για τον συνάνθρωπό τους.
Μία ταινία-ορόσημο για το κακό, την κοινοτοπία του, τον οργανωτικό κυνισμό και τις ανατριχιαστικά τεχνικές πτυχές της εξόντωσης προσώπων από τους ναζί σε βιομηχανική κλίμακα; Το αξεπέραστο Shoah. Ντοκιμαντέρ του 1985, 9 ώρες και 26 λεπτά. Εργο ζωής του Claude Lanzmann. Δεν έχει δράματα, σορούς και κόκαλα, μόνον ανθρώπους στα σπίτια τους που δείχνουν εντελώς βαρετοί και συνηθισμένοι και μόλις αρχίζουν να μιλάνε στην κάμερα συνειδητοποιείς ότι βρέθηκαν από την πλευρά του θύτη ή του θύματος, επιζήσαντες του κακού ή υπηρέτες του, αναγκασμένοι να ταξιδέψουν με το τρένο ή να το υποδεχθούν.
Ας αλλάξω κατεύθυνση: Τι ωθεί μερικούς ανθρώπους να κάνουν το καλό; Είναι η φύση τους; Η ανατροφή; Πώς αποκτά κανείς ηθική συγκρότηση; Διαβάζοντας papers ηθικών φιλοσόφων (χλωμό), πήγαινοντας στην εκκλησία, αντικρίζοντας καταπρόσωπο τον πόνο του άλλου (είναι εφικτό αυτό;) ή μετά από μερικές αναποδιές; Πώς γίνεται να πιστέψεις στο καλό όταν γύρω σου θριαμβεύουν το κακό και ο κυνισμός;
Ο Nicholas Winton, άνθρωπος μ’ επιρροή, έσωσε το 1939 όχι ένα και δύο, αλλά 669 παιδιά. Τους εξασφάλισε ταξιδιωτικά έγγραφα που τους επέτρεψαν να εγκαταλείψουν εγκαίρως την κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία για το Λονδίνο (Guardian, Czech Street Named after British Man who saved Jewish children from Nazis). Ενα από τα Εβραιόπουλα που διασώθηκαν είναι πλέον γιαγιούλα ενενήντα τεσσάρων ετών. Βρέθηκε από την Πράγα στο Λονδίνο επιβαίνοντας στο δρομολόγιο του τρένου που φρόντισε να εξασφαλίσει αυτός ο άνθρωπος, ο Winton. Αναλογιστείτε, λέει, σε τι κατάσταση βρίσκονταν οι γονείς για να βάλουν τα παιδιά τους σ’ ένα τρένο που τα πήγαινε σε μια άγνωστη χώρα! Οι πράξεις του Winton μαθεύτηκαν μόνον πολύ αργότερα. Ο ίδιος δεν μιλούσε γι’ αυτό. Θεωρούσε ότι ήταν μία δουλειά που έπρεπε να κάνει (Guardian, Czech Street Named…).
Η υλοποίηση του κακού μπορεί να βασίζεται σε ένα σύστημα απίστευτων οργανωτικών απαιτήσεων. Δείτε τους πολέμους γύρω μας. Ή φαντάσου να μεταφέρεις τους Εβραίους από τα Ιωάννινα στο σημείο που έχει προαποφασιστεί για την εξόντωσή τους – όλ’ αυτά με την τεχνολογία του τότε. Να το οργανώνεις όλο αυτό. Να βάζεις τρένα, ν’ απασχολείς ανθρώπινο δυναμικό, να έχεις χάρτες, σχέδια και όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες μεθοδικά σκαρωμένες στο χαρτί. Και, από την άλλη, φαντάσου να οργανώνεις μία εναλλακτική διαδρομή. Ενα σύστημα παροχής βίζας και μερικά τακτικά δρομολόγια, για να σώσεις μικρά παιδιά. Πώς είναι άραγε να οργανώνεις ήσυχα και μεθοδικά το καλό; Και μήπως η «φυσικότητα» του κακού είναι υπερεκτιμημένη;