Η «Επιθεώρηση Τέχνης» ήταν ένα περιοδικό που πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο των γραμμάτων το 1954. Δημιουργοί του, στους δύσκολους καιρούς για την ηττημένη Αριστερά, μερικοί διανοούμενοι με ανοικτούς τους ορίζοντές τους, διαθέσιμοι να δώσουν το στίγμα τους σε όσους ήθελαν να σκεφτούν αδογμάτιστα. Αν οι νικητές του Εμφυλίου έθεταν διοικητικούς φραγμούς στην έκφραση των ηττημένων –έκφραση πολιτική και πολιτιστική–, οι θεματοφύλακες της κομματικής ορθοδοξίας και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού επέβαλλαν και αυτοί τις δικές τους νόρμες στους δημιουργούς του χώρου τους.
Ποιες ήταν αυτές οι νόρμες; Ερχονταν κατευθείαν από το στρατηγείο του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τη Μόσχα, όπου κυριαρχούσε το δόγμα πως η τέχνη έπρεπε να ήταν στρατευμένη στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Μάλιστα οι νόρμες δεν αφορούσαν μόνον το μήνυμα, αλλά και τη φόρμα. Επρεπε η ποίηση, το μυθιστόρημα και η ζωγραφική είτε να καταγγέλλουν τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού είτε να εξυμνούν τον σοσιαλισμό και να εμπνέουν αισιοδοξία για το μέλλον. Ο κόσμος νομοτελειακά θα ήταν κόκκινος και αυτό θα έπρεπε να αποτυπωθεί στις τέχνες.
Η δίκη του περιοδικού αποτελούσε μια εσωκομματική δίωξη διανοουμένων που ήδη γνώριζαν περιορισμούς στην έκφρασή τους από το μετεμφυλιακό καθεστώς.
Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την καταλυτική ομιλία του Νικήτα Χρουστσόφ (24-25 Φεβρουαρίου 1956) άνοιξε προς στιγμήν μια χαραμάδα για να περάσει η ελευθερία της έκφρασης. Ομως η αποσταλινοποίηση δεν έγινε χωρίς αντιστάσεις. Σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα υπήρχαν ισχυροί θύλακες που εξακολουθούσαν να δίνουν τη μάχη των οπισθοφυλακών. Αλλά, ως γνωστόν, αυτές οι μάχες των φανατικών είναι οι πιο «αιματηρές». Στην Ελλάδα μπορεί ο Νίκος Ζαχαριάδης μετά την 6η και την 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ να εκπαραθυρώθηκε, όμως το πνεύμα του είχε διαποτίσει όλο το κόμμα. Οι αντιλήψεις του Ζντάνοφ για την τέχνη ήταν πανταχού παρούσες.
Ετσι, όταν το 1959 στην «Επιθεώρηση Τέχνης» δημοσιεύτηκε το διήγημα του «ανήσυχου» Σοβιετικού συγγραφέα Ντανιέλ Γκράνιν «Η σιωπή», το κομματικό ιερατείο εξοργίστηκε. Γιατί; Διότι το έργο το είχε καταδικάσει ο ίδιος ο Νικήτα Χρουστσόφ, ένας άνθρωπος χωρίς καμία πνευματική καλλιέργεια. Η ομάδα που εξέδιδε το περιοδικό –οι Κώστας Κουλουφάκος, Τίτος Πατρίκιος, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κώστας Πορφύρης και Μανόλης Φουρτούνης– βρέθηκε απέναντι στα βαριά ονόματα της κομματικής ορθοδοξίας, που τους κάλεσαν σε μια εσωκομματική δίκη. Ποιοι ήταν οι κατήγοροι; Ο Μάρκος Αυγέρης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Θέμος Κορνάρος, ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Νίκος Κιτσίκης και ο… Λεωνίδας Κύρκος. Το απολογητικό υπόμνημα συνέταξε ο Κώστας Κουλουφάκος.
Αναμφίβολα στη διαμόρφωση αυτών των συνειδήσεων που δεν ήθελαν να υποκύψουν στον δογματισμό και στην καταστολή, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ουγγρική εξέγερση του 1956, που αμφισβήτησε τη σοβιετική κυριαρχία και καταπνίγηκε στο αίμα. Είχαν προηγηθεί οι εξεγέρσεις σε Ανατολική Γερμανία και Πολωνία. Η δίκη της «Επιθεώρησης Τέχνης» αποτελούσε μια εσωκομματική δίωξη διανοουμένων που ήδη γνώριζαν περιορισμούς στην έκφρασή τους από το μετεμφυλιακό καθεστώς. Δηλαδή, εβάλλοντο πανταχόθεν.