Η Κατερίνα Νοτοπούλου καταγγέλλει ότι έχει δεχθεί bullying από τον Στέφανο Κασσελάκη, αλλά αρνείται να πει περισσότερα γιατί όλα αυτά δεν αφορούν τον κόσμο, λέει. Την κυρίως πληροφορία βέβαια την κατέθεσε, αυτή μάλλον τον αφορά. Ο Γιάννης Ραγκούσης υπερθεματίζει: η Νοτοπούλου δεν είναι η μόνη που έπεσε θύμα bullying· σε συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, στέλεχος υπέστη «χυδαιότατο bullying» μπροστά στον Κασσελάκη! Η Ολγα Γεροβασίλη επιβεβαιώνει και προσθέτει ότι ο Στέφανος Κασσελάκης έχει κάνει bullying και σε άλλους. Κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ: είτε οι αντικασσελακικοί έμαθαν ξαφνικά τη λέξη bullying είτε ξέμαθαν τη σημασία της. Ο ηθικοπλαστικός τους οίστρος είναι επίσης αρκετά ύποπτος, καθότι όψιμος. Συνηθίζουμε να λέμε ότι τα θύματα bullying μιλούν για την κακοποίησή τους όταν νιώσουν ασφαλή, ωστόσο είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ένας πρόεδρος μειωμένης εσωκομματικής αποδοχής σαν τον Κασσελάκη, που μέχρι να εκδιωχθεί επέδειξε κυρίως απειρία και πολιτική ασχετοσύνη, είχε ποτέ την εξουσία να δημιουργήσει περιβάλλον ανασφάλειας για τα εμπειρότερα στελέχη. Αν μη τι άλλο, αν ο πρόεδρος είχε τη δυνατότητα να επιδράσει στο παραταξιακό περιβάλλον με αυτόν τον τρόπο, θα φρόντιζε να το κάνει ασφαλέστερο για τον εαυτό του. Η ιστορία έδειξε ότι ο έκπτωτος πρόεδρος όχι μόνο δεν διαθέτει τη δύναμη που του αποδίδουν, αλλά μετά βίας κρατιέται εντός του κόμματος του οποίου μέχρι πριν από λίγο ηγείτο.
Δεν είναι αυτό που νομίζουμε
Η κατάχρηση της λέξης bullying έχει δημιουργήσει μία αδιανόητη εννοιολογική στρέβλωση. Χρειαζόμαστε μιαν έκτακτη επαναφορά στην κυριολεξία: bullying δεν είναι η κακογλωσσιά, η διαπροσωπική κόντρα ή το πισώπλατο μαχαίρωμα· δεν είναι η εις βάρος μας δράση ενός αντιπάλου, εσωκομματικού ή μη: ένα πρόσωπο που θέλει το κακό μας, μας υπονομεύει και προσπαθεί να μας επιβληθεί δεν μας κάνει κατ’ ανάγκην bullying. Ο όρος χρησιμοποιείται κανονικά για να αποδώσει τον εκφοβισμό· όταν τον επικαλούμαστε, λοιπόν, εννοούμε την επαχθή εκείνη κατάσταση κατά την οποία καταπιεζόμαστε τόσο από κάποιον, ώστε φοβόμαστε ή δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, γιατί οι συνέπειες της αντίδρασης προβλέπονται ολέθριες. Το bullying σε οποιαδήποτε μορφή του προϋποθέτει άσκηση εξουσίας ουσιαστικής, όχι απλώς τυπικής (ένας μαθητής μπορεί να κάνει bullying σε καθηγητή του, αν η δυναμική και το πλαίσιο της σχέσης το επιτρέπουν). Ακόμη κι αν υποθέσουμε, όμως, ότι ο Στέφανος Κασσελάκης ήταν για ένα χρόνο η επιτομή του δεσποτικού ηγέτη (δεν φάνηκε κάτι τέτοιο – ο άνθρωπος βρισκόταν κυρίως σε διακοπές), στελέχη με ασταμάτητη πρόσβαση σε τηλεοπτικές εκπομπές, εφημερίδες, ιστοσελίδες και κομματικούς μηχανισμούς δεν πείθουν ως αδύναμα θύματα.
Διαστολές
Η διαστολή της έννοιας του bullying από τους πολιτικούς, οι οποίοι ποντάρουν στην αυτοθυματοποίησή τους ελλείψει άλλης προωθητικής στρατηγικής, δίνει το έναυσμα για τον περαιτέρω εκφυλισμό του όρου. Σε αυτήν την περίπτωση, έπαιξαν τον ρόλο τους και τα διαδικτυακά τρολ που επιχείρησαν να υπερασπιστούν τον Στέφανο Κασσελάκη, όχι ακριβώς διαψεύδοντας τις κατηγορίες περί bullying, αλλά λαϊκίζοντας μέχρι να ξεχάσουμε όλοι τι σημαίνει η λέξη: «Bullying δεν είναι να στέλνει ο πρόεδρος μηνύματα σε μέλος του κόμματος και να του ζητάει να τον κολακεύσει δημοσίως», λένε απαντώντας στη σχετική φήμη, «αλλά να μην έχεις λεφτά να ζήσεις ενώ η υπουργός Τουρισμού αγοράζει για το υπουργείο της πανάκριβα χαλιά…». Νοηματικός αχταρμάς και μπάλα στην εξέδρα, με λίγα λόγια· φυσικά, bullying δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Η διάχυση της έννοιας, όμως, σε κάθε πιθανό πεδίο συναισθήματος και σκέψης, η αντίληψη ότι μπορούμε να ονομάζουμε bullying ό,τι μας δυσαρεστεί (με τον ίδιο τρόπο που την προηγούμενη δεκαετία οι αγανακτισμένοι αποκαλούσαν φασισμό οτιδήποτε τους προκαλούσε θλίψη, είτε ήταν φορολογικό μέτρο είτε μείωση μισθού), απευαισθητοποιεί την κοινή γνώμη απέναντι σε πραγματικά περιστατικά εκφοβισμού, παρέχοντας στα τελευταία την τέλεια πλατφόρμα επιβίωσης. Η καλύτερη κρυψώνα για τους θύτες είναι η φαντασιακή πληθώρα θυμάτων.