Τι κι αν η Νεφελοκοκκυγία είναι συνώνυμη της ουτοπίας! Στο αριστοφανικό σύμπαν των «Ορνίθων» εμφανίζεται, κατά κανόνα, ως η απραγματοποίητη επιθυμία· η παράδοξη ιδέα που ξεκινάει με φόρα και ενθουσιασμό, παρά τους κινδύνους, για να γειωθεί από τον ουρανό στη γη, στα γνωστά στρεβλά και οικεία των πάσης φύσεως εξουσιών.
Iσως ήταν το ωραιότερο (προσωπικό) φινάλε των καλοκαιρινών εκδηλώσεων η παράσταση του Αρη Μπινιάρη στο θέατρο Βράχων του Βύρωνα. Δεν αμφιβάλλω ότι η πρώτη εκδοχή της στην Επίδαυρο (τον Αύγουστο) θα ήταν περισσότερο θεαματική ως προς την ανάπτυξη της σκηνοθετικής ιδέας. Oμως η ουσία, ο πυρήνας της έμπνευσης παραμένει. Ο κόσμος που γέμισε ασφυκτικά (sold out) το θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» ήταν κυρίως νέοι άνθρωποι, που παρακολούθησαν και χειροκρότησαν με θέρμη. Αισιόδοξη εικόνα. Eνας σκηνοθέτης που ανήκει στη νεότερη γενιά δημιουργών (με αισθητή παρουσία την τελευταία, περίπου, 15ετία), παρασύρει, ενθαρρύνει και ανταμείβει καινούργιους θεατές. Χωρίς καθόλου εκπτώσεις. Μπορεί να πρόκειται για διασκευή, εν μέρει, του πρωτότυπου (στη μετάφραση του Τάσου Ρούσσου), όμως η όποια αυθαιρεσία αναδεικνύει τον πυρήνα του έργου, την πιο υπαρξιακή, σκοτεινή διάστασή του και δεν είναι αφορμή για ναρκισσιστικές, έωλες, πτήσεις.
Ο Πεισθέταιρος (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) και ο Ευελπίδης (Γιώργος Χρυσοστόμου) είναι οι δύο Αθηναίοι των «Ορνίθων» που εγκαταλείπουν τον κόσμο των ανθρώπων, αναζητώντας μια πόλη χωρίς μικρότητα και διαφθορά, όπου να μπορεί κανείς να ζήσει με ειρήνη και δικαιοσύνη. Ιδρύουν, λοιπόν, μαζί με τα Πουλιά μια πολιτεία στους αιθέρες. Στην εκδοχή του Μπινιάρη είναι ένα δίδυμο μπεκετικών αναφορών· εύθραυστοι, σκιαγμένοι, αγχωμένοι, με την ανασφάλεια αλλά και τον ενθουσιασμό που γεννάει ένα ταξίδι σε έναν μη τόπο. Τίποτα από το πληθωρικό, διονυσιακό, του αριστοφανικού παρελθόντος (χωρίς, φυσικά, να ακυρώνονται παραστάσεις – σταθμοί). Η διαφορά έγκειται στην εσωτερίκευση της, υπερβολικής, εξωστρέφειας. Εγινε έτσι ο Αριστοφάνης viral; Οχι, αλλά αλίμονο αν είναι αυτός ο στόχος. Στη δημοφιλή σειρά «Η μέθοδος Κομίνσκι», ο Μάικλ Ντάγκλας ως δάσκαλος σε δραματική σχολή μιλάει για τον Αριστοφάνη. Κάποιος από τους μαθητές του ζητάει διευκρινίσεις: «Σε ποιο κανάλι παίζει ο Αριστοφάνης;»!
Η αναφορά, για να δηλώσουμε το προφανές: ο Aρης Μπινιάρης απευθύνεται σε έναν κόσμο, που και να μην έχει ξαναδεί Αριστοφάνη γνωρίζει, σε πολύ γενικές γραμμές, περί τίνος πρόκειται. Κι αν ακόμη δεν γνωρίζει αντιλαμβάνεται από την παράσταση, συνδέεται με τη χαρμολύπη της, γελάει με το «εκσυγχρονισμένο» χιούμορ της, είναι κοντά στους χαρακτήρες και στις αντιδράσεις τους. Το αριστοφανικό σύμπαν δεν είναι ούτε –εξαντλημένο– πανηγύρι ούτε απλοϊκό ούτε αποσυνδεδεμένο από το σήμερα.
Ο Αριστοφάνης δεν προτείνει τη φυγή από την πραγματικότητα, αλλά την αλλαγή του τρόπου θέασης της πραγματικότητας.
«Ο Αριστοφάνης, όπως όλοι οι κορυφαίοι συγγραφείς, δεν προτείνει τη φυγή από την πραγματικότητα· η ζωηρή φαντασία του δεν εξαντλείται στη δημιουργία μιας αδιανόητης και απραγματοποίητης ουτοπίας, αλλά στην αλλαγή του τρόπου θέασης της πραγματικότητας, στη μετατόπιση του ανθρώπινου βλέμματος πάνω στα πράγματα και εν τέλει στη μετατόπιση του ίδιου του ανθρώπου μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει», σημειώνει η Eλενα Τριανταφυλλοπούλου (επιμελήθηκε τη διασκευή σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη).
Η εναλλακτική ανάγνωση των «Ορνίθων» επιτυγχάνει ακριβώς αυτό: τη μετατόπιση του βλέμματος. Η Νεφελοκοκκυγία δεν απορρίπτεται ως μη λύση. Ποτέ δεν ήταν, εξάλλου. Ο,τι κατασκευάζουμε οι άνθρωποι, όποια πολιτεία, είτε στη Γη είτε στο Διάστημα, συντίθεται από τα όρια της φαντασίας μας.
«Αλήθεια, ξέρεις πώς είναι να ζεις με τα πουλιά;». Το ερώτημα, που απευθύνει ο ένας πρωταγωνιστής στον άλλον, επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη διάρκεια της παράστασης.
«Να τα βλέπεις και να τ’ ακούς, σου ευφραίνει την καρδιά…», θα μπορούσε να είναι η απάντηση. Ισως και η μόνη.