«Ακόμη δεν διάβασες τη Σάλι Ρούνι;».Το πιο πρόσφατο βιβλίο της βγήκε κυριολεκτικά αυτές τις μέρες. Νέες γυναίκες, γύρω στα τριάντα, κάνανε ουρές να πάρουν το ζεστό αντίτυπο. Η εικόνα μού φάνηκε υπέροχη-έχω σιχαθεί να βλέπω κόσμο να περιμένει ν’ αγοράσει κινητό. Όμως, σήμερα θέλω να πω για τα παλαιοβιβλιοπωλεία ή τα βιβλιοπωλεία που δεν βγάζουν στη φόρα μόνο τη μόδα. Όχι γιατί έχω κανένα πρόβλημα με τη μόδα, λατρεύω τη λογοτεχνία της εποχής μου. Δεν μού αρέσει, όμως, η επιτάχυνση. Το άγχος να τα προλάβεις όλα, τ’ αφιερώματα «300 νέες καλές παραστάσεις γι απόψε».
Βγαίνουν τόσα πολλά βιβλία και λίστες με τα 2000 καλύτερα βιβλία γι αυτό το σαββατοκύριακο, πέφτει τόσο advertorial, κόντεντ κλπ. κλπ. που δημιουργείται μία εντύπωση βιασύνης. Από τη μία η βιασύνη είναι δικαιολογημένη: κάθε μέρα να διαβάζεις, όλη μέρα, μέχρι να πεθάνεις δεν θα προλάβεις να διαβάσεις τα μεγάλα έργα. Κι επίσης κάποιες κυκλοφορίες είναι όντως «εκδοτικά γεγονότα», όσο κι αν έχει κακοπάθει η λέξη στις διάφορες στήλες. Χώρια που όντως βγαίνουν πολλά κι ωραία πράγματα και, ορθώς, οι εκδότες τους κάνουν τα πάντα για να προσεχθούν.
Αλλά οκέι, ξέχνα το αυτό. Η μεγάλη εικόνα. Ζούμε σε συνθήκες διαρκούς αύξησης της ταχύτητας. Αν περάσουν κάποιες ημέρες και δεν έχεις απαντήσει στα μέηλ, νομίζουν πως πέθανες, ενώ μπορεί απλώς να έκανες ανένοχη πεζοπορία στα βουνά. Αν κάθεσαι στα καφέ και ονειροπολείς χωρίς να κοιτάζεις το κινητό σου, αν κάθεσαι, κυριολεκτικά χωρίς να κάνεις τίποτα, είσαι περίεργος, είναι πιο νορμάλ να βλέπεις γάτες που τραγουδάνε. Ο χρόνος μετριέται σε νανοσεκόντ.
Οπότε μερικές φορές χρειάζομαι αυτήν την αίσθηση αργού χρόνου, αυτό που αφήνουν μέσα σου τα παλαιοβιβλιοπωλεία, έναν ρυθμό ήπιας βραδύτητας. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παλαιοβιβλιοπωλεία που έχω επισκεφτεί είναι το Ulysses Rare Books στο Δουβλίνο. Είχε κουδουνάκι στην πόρτα, σπάνια έργα τοποθετημένα όπως τα κοσμήματα στο κοσμηματοπωλείο, πεντακάθαρο πάτωμα και επιφάνειες (όχι αυτονόητο στο βιβλιοφιλικό σύμπαν) και αέρα αφ’ υψηλού. Φυσικά δεν αγόρασα τίποτα, επειδή οι τιμές ξεκινούσαν από 70- 90 ευρώ, για να φτάσουν ψηλά. Πώς σας ακούγεται ένας σπάνιος Μαρκ Τουέιν στα 950 ευρώ; Περιορίστηκα στο οφθαλμόλουτρο. Δεν ήθελα να βρεθώ με χρέη, αυτά τα έκανε ο πιο διάσημος Δουβλινέζος όταν ακόμη οι μποέμ καλλιτέχνες ήταν γνησίως κουλ. Μετανιώνω, όμως, που δεν άγγιξα την έκδοση πολυτελείας του Χάρι Πότερ.
Μού αρέσουν και τα πιο ταπεινά, φυσικά. Παλαιοβιβλιοπωλεία που το ξύλινο πάτωμα έχει σκουρύνει και οι καναπέδες είναι προφανώς αγορασμένοι σε Κυριακάτικο υπαίθριο παζάρι. Το κόλπο είναι στο ψάξιμο. Μπορείς να βρεις αριστούργημα θαμμένο κάτω από τόμους αστυνομικής λογοτεχνίας και περιοδικών βοτανολογίας που κάποιος ήθελε να ξεσκαρτάρει. Έτσι βρήκα κάποτε Παπαγιώργη, Λιλή Ζωγράφου και μία αρχαία τραγωδία σε καλή μετάφραση για κάτι λιγότερο από είκοσι ευρώ. Πότε παλιώνει ένα βιβλίο;
Υπάρχουν βιβλία που πρέπει να πας στον εκδότη να τα βρεις και δεν βγήκαν και τόσο παλιά. Η δεκαετία του ‘90 για παράδειγμα, ανδροκρατούμενη με ψευδή πρότυπα κλπ., αλλά οκέι, μπορεί να θέλω να ρίξω μία ματιά σε πράγματα που ήταν της μόδας όταν ήμουν βρέφος. Η ανάγνωση δεν είναι ή τώρα ή ποτέ. Σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο του Βερολίνου γνώρισα τη Siri Hustvedt. Δεν είχε πάθει τίποτα, μόνο λίγο σκίσιμο στο εξώφυλλο, το υπόλοιπο ήταν σαν καινούριο (Living, Thinking, Looking). Κάποιος το είχε αφήσει εκεί, ίσως φεύγοντας από την πόλη, είναι, άλλωστε μέρος που ελκύει τα αποδημητικά πουλιά.
Μερικές φορές θέλω να δω τη μόδα, θέλω το γυαλιστερό εξώφυλλο, θέλω το hype, θέλω την ηλεκτρική αίσθηση πως διαβάζω κάτι τώρα (Ρούνι, Κνάουσγκορντ κλπ.) μαζί με όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα που καταλαβαίνει αγγλικά. Ή πώς πορώνομαι με μία Ερπενμπεργκ ακριβώς επειδή συλλαμβάνει μία άλλη εποχή και μαζί την εποχή μας και τα συνθέτει όλα αυτά ιδιοφυώς. Αλλά υπάρχουν φορές που ψάχνω τ’ απομεινάρια της αναγνωστικής ζωής των άλλων. Θέλω να μπω σ’ ένα παλιό μαγαζί με ξύλινο πάτωμα και να κάνω όπως οι ιχνηλάτες. Κι είναι τόσο ξεκούραστο να μπαίνεις κάπου και να βλέπεις μία μεταχειρισμένη Hustvedt ή περιοδικά που δεν βγαίνουν πια, αντί για πάγκους αυτοβοήθειας και «δημοφιλή στο τικ τοκ». Αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τον χρόνο.
Πολλοί συγγραφείς δεν αντέχουν τα παλαιοβιβλιοπωλεία, γιατί εκεί μέσα βλέπεις πώς πετάνε οι άνθρωποι το βιβλίο που τους είχες αφιερώσει ή πώς ρίχνουν οι βιβλιοπώλες τα παλιά έργα στο πάτωμα για τρία ευρώ. «Εδώ θα καταλήξω» σκέφτεται ο νάρκισσος συγγραφέας και φέυγει τρέχοντας από το παλαιοβιβλιοπωλείο να πάει να περιφρουρήσει τη φήμη του στα σόσιαλ ή να πρήξει τον εκδότη του για χίλιους δυο λόγους. Θα ‘πρεπε να πηγαίνουμε συχνότερα σε τέτοια μέρη. Όπως κάποιοι λαοί αθλούνται ή διασκεδάζουν στα νεκροταφεία. Είναι τόσο απελευθερωτική η ιδέα πως ό,τι κι αν κάνεις θα χαθεί. Θα το καταπιεί και θα το φτύσει ή θα το χωνέψει μία ασύλληπτη ροή του χρόνου, προσώπων, καταστάσεων, συγκυριών και προτιμήσεων.