Μετά κάθε άγριο ξυλοδαρμό ανηλίκου από ανήλικο, πλήγμα στην αυτο-απαλλακτική ενήλικη ιδέα περί άγουρης ηλικίας ως εγγύηση αθωότητας, διατυπώνεται πάντα το ίδιο «γιατί;». Γιατί χτυπούν, ταπεινώνουν, περιγελούν, ληστεύουν, τρομοκρατούν τον ξεμοναχιασμένο/η άλλο/η; Τα εικαζόμενα «διότι» τα γνωρίζουμε απέξω κι ανακατωτά. Εχουν καταντήσει από την επανάληψη ενοχλητική κοινοτοπία. Που ούτε κινητοποιεί ούτε αρκεί ως ολοκληρωτική ερμηνεία. Λέμε. Δεν υπάρχει προστασία της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά είναι σε απευθείας σύνδεση με τις φλόγες και τις παραφροσύνες, την έκσταση και τον τρόμο της κοινωνίας των μεγάλων. Καταναλώνουν από μωρά όλα τα προϊόντα και τα παραπροϊόντα της προόδου. Ζουν υπό συνθήκες άκρατου ατομισμού, ανταγωνισμού, υλισμού, κυνισμού, λαϊκισμού, έκπτωσης αξιών και αμφισβήτησης θεσμών και συμβόλων – οι δάσκαλοι γκρεμίστηκαν από την έδρα τους και οι γονείς τούς τραβούν διαρκώς το αυτί. Είναι πολλαπλασιαστές συμπεριφορών. Αναπαράγουν τη βία ως εργαλείο διευθέτησης των διαφορών. Αθροίζουν αρνητικές εμπειρίες, καταπίνουν αχώνευτη την οργή και την ξερνούν ως πράξη ηρωική. Γενικώς. Ειδικώς, φταίνε τα διαλυμένα σπίτια, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση, η απόρριψη από οικείους, η απουσία γονιού, προτύπου, υγιούς ρουτίνας, η σχολική αποτυχία, η χρήση ουσιών, το καταφύγιο στην παρεκκλίνουσα παρέα.
Και πάλι, τι τροφοδοτεί την αυξανόμενη αγριότητα; Είναι αλήθεια ότι όσο αναπαράγονται, στα όρια του ηθικού πανικού, τα στερεότυπα περί μάστιγας, τόσο η ανήλικη παραβατικότητα βρίσκει φθονερούς μιμητές. Οι έφηβοι αντιγράφουν το κυνήγι των ανορθόδοξων συγκινήσεων. Επειτα η βία πουλάει. Η δημόσια προσοχή, το ψηφιακό χειροκρότημα, ενίοτε γίνεται κίνητρο της υπερβάλλουσας βαρβαρότητας. Τόσο ισχυρό είναι το αφιόνι της υπερέκθεσης, που στερεύει και η τελευταία στάλα λογικής – ανεβάζουν το ξεχωριστό ανδραγάθημα κι ας προδοθούν (στις διωκτικές αρχές).
Ερευνες έχουν εντοπίσει ως πλέον σοβαρή αιτία της ανήλικης βίας, την ασθενή εφηβική ταυτότητα. Το ραγισμένο εσωτερικό κρύσταλλο – και τα παρελκόμενά του. Τη λειψή αίσθηση ηθικής λογικής. Τη μικρή δέσμευση απέναντι σε θεσμούς και ανθρώπους. Την τάση εκκίνησης του οχήματος, χωρίς τιμόνι. Την αποτόλμηση, χωρίς προφύλαξη, κοινωνικά αποζημιωτέων πράξεων υψηλού κινδύνου. Την παντοδυναμία του «δεν με νοιάζει». Εκτός και νοιαστεί κάποιος, κάποιοι, πραγματικά, βαθιά, συστηματικά γι’ αυτούς.