Το τέλος του δικομματισμού

5' 51" χρόνος ανάγνωσης

Μερικές φορές με καλούν να μιλήσω στην τηλεόραση. Οι περισσότεροι άλλοι καλεσμένοι στα πάνελ σχεδόν πάντα έχουν πληροφορίες, γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, μιλούν καθημερινά με τους ανθρώπους που κινούν τα νήματα -ή είναι οι άνθρωποι που κινούν τα νήματα. Εγώ συνήθως γκουγκλάρω τις ειδήσεις της ημέρας ανεβαίνοντας τις σκάλες προς το μακιγιάζ για να μάθω τι έγινε. Όταν τυχαίνει να μιλάω με ανθρώπους που κινούν τα νήματα, συνήθως συζητάμε για τις αμερικανικές εκλογές, την κλιματική αλλαγή, ή για ένα βιβλίο που μου άρεσε ή για μια τηλεοπτική σειρά που πρέπει οπωσδήποτε να δουν. Σπάνια μιλάμε για τα νήματα.

Μολαταύτα, οι εκπομπές αυτές είναι ζωντανές, το θέμα τους είναι η επικαιρότητα, κι εγώ κάτι πρέπει να πω. Και μερικές φορές, ολοένα και πιο συχνά, όταν η συζήτηση έρχεται στις ανακατατάξεις και τις ζυμώσεις στο ταραχώδες πολιτικό μας σκηνικό, επανέρχομαι σε κάτι που θεωρώ σημαντικό και κρίσιμο: το τέλος της εποχής του δικομματισμού.

Υπάρχει κάπου γραμμένο ότι στην Ελλάδα πρέπει να έχουμε για πάντα σύστημα με δυο μεγάλα κόμματα που εναλάσσονται στην εξουσία, σώνει και ντε; Αυτό είναι το σύστημα που είχαμε από τη μεταπολίτευση και μετά. Το είχαμε μέχρι την κατάρρευση του 2010. Τα δυο δεν είναι άσχετα μεταξύ τους.

Το πολιτικό μας σύστημα και η πολιτική μας κουλτούρα είναι βασισμένα στο concept δύο πολιτικών πόλων που τσακώνονται λυσσαλέα σε βαθμό ακραίο. Που, ακόμα κι αν δεν διαφέρουν πολιτικά ή ιδεολογικά πάρα πολύ, συμπεριφέρονται λες και είναι αντίθετα, ασύμβατα άκρα, μπλεγμένα σε μια αέναη ο-θάνατός-σου-η-ζωή-μου μάχη. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Μπλε και πράσινα καφενεία. 80% του εκλογικού σώματος, ή από εδώ, ή από εκεί. Μία αυτοδύναμο το ένα (με το άλλο στα κάγκελα απέναντι), μία αυτοδύναμο το άλλο (με το πρώτο στα κάγκελα απέναντι). Το σύστημα αυτό δεν δούλεψε. Έχουμε γράψει και αλλού ότι η ακραία πολιτική πόλωση δεν είναι εύφορο έδαφος για μεταρρυθμίσεις. Δεν γίνεται να λυθούν μεγάλα προβλήματα όταν έχεις πάντα μια αντιπολίτευση έξαλλη, να αμφισβητεί όχι μόνο την ουσία των πολιτικών προτάσεων των απέναντι, αλλά και το ότι οι απέναντι δικαιούνται να κυκλοφορούν εκτός φυλακής, ή και να υπάρχουν. Ξέρουμε ότι χρεοκοπήσαμε επειδή δεν λύσαμε τα μεγάλα, διαχρονικά προβλήματα στη δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό, την παιδεία, την υγεία και τα άλλα μεγάλα και δύσκολα. Και δεν τα λύσαμε επειδή το εθιμικά δικομματικό πολιτικό μας σύστημα καθιστά τις δύσκολες λύσεις εντελώς αδύνατες. Πώς να περάσεις μια μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού όταν, ό,τι κι αν προτείνεις, η αντιπολίτευση θα κατεβάσει κόσμο στο δρόμο για να παραλύσει το σύμπαν; Η χρεοκοπία του 2010 ήταν ακριβώς αυτό: η τελική αποτυχία του πολιτικού συστήματος που είχαμε ως τότε. Δεν δούλεψε. Δεν λειτουργεί αυτό το σύστημα για τις ανάγκες αυτής της χώρας. Απέτυχε να λύσει τα προβλήματα. Τελείωσε. Πρέπει να βρούμε ένα άλλο σύστημα για να το αντικαταστήσουμε. Κι επειδή εδώ είμαστε δημοκρατία, η μόνη εναλλακτική που υπάρχει είναι η μετάβαση σε ένα πολυκομματικό σύστημα, με περισσότερα, μικρότερα κόμματα, τα οποία θα αναγκάζονται να συνεργαστούν για να κυβερνήσουν και ως εκ τούτου αντί για την εξόντωση των αντιπάλων, να επιδιώκουν τη συναίνεση. Αυτό το σύστημα έχει δουλέψει σε χώρες με παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως η Πορτογαλία. Εμείς δεν το έχουμε δοκιμάσει. Πρέπει να το δοκιμάσουμε. 

Όταν λέω τέτοια πράγματα, όμως, δεν τους αρέσει. Αναλυτές, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, σχεδόν όλες και όλοι, κλωτσάνε. Αντιδρούν. Δεν τη συμπαθούν καθόλου αυτή η ιδέα. “Μα ο εκλογικός νόμος δεν το επιτρέπει”. Ναι, αλλά οι εκλογικοί νόμοι είναι νόμοι -αλλάζουν. “Μα όποτε δοκιμάσαμε κυβερνήσεις συνεργασίας, απέτυχαν”. Ναι, αλλά οι κυβερνήσεις συνεργασίας που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία 50 χρόνια (4, κατά κανόνα βραχύβιες, σε σύνολο 16) ήταν όλες ειδικού σκοπού, σχηματισμένες σε ακραίες συνθήκες για έκτακτους λόγους. Απέτυχαν είτε επειδή ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν. “Μα, εμείς είμαστε Έλληνες, δεν έχουμε στην κουλτούρα μας τη συνεργασία και τη συναίνεση”. Έχετε γνωρίσει Πορτογάλους ή Ιρλανδούς; Δεν είμαστε χειρότεροι ή πιο περίεργοι από τους άλλους. Στην πραγματικότητα, εικάζω ότι η αληθινή αντίρρηση μπορεί να είναι άλλη: πολλοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι και αναλυτές δεν μπορούν να φανταστούν ότι το πολιτικό σύστημα του δικομματισμού μπορεί να αλλάξει, επειδή αυτό έχουν μάθει. Το έχουν συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό που το αντιμετωπίζουν ως θέσφατο, σχεδόν ως φυσικό νόμο. Η Ελλάδα έχει δικομματισμό, σου λέει. Δεν δουλεύει εδώ άλλο σύστημα. Τέλος συζήτησης.

Νομίζω ότι κάνουν λάθος. Και νομίζω ότι μαζί μου, εκτός από μια ολοένα και πιο θορυβώδη μειοψηφία, συμφωνεί και κάποιος άλλος που, επανηλλειμένα, εδώ και πολλά χρόνια, το δείχνει με τον μόνο διαθέσιμο αλλά εκκωφαντικό τρόπο: ο λαός. Από το 2012 και μετά ο ελληνικός λαός είναι που έχει τινάξει το δικομματικό σύστημα στον αέρα, που έχει απορρίψει ξανά και ξανά τους παλιούς παραδοσιακούς πόλους, που έχει δοκιμάσει δυο ντουζίνες διαφορετικά κόμματα στη Βουλή, που έχει μετατρέψει το παραδοσιακό, πολωμένο σύστημα σε μια θορυβώδη, ετερόκλητη σούπα. Είναι αυτό ένα σαφές λαϊκό αίτημα για ένα πολυκομματικό μοντέλο κυβερνήσεων συνεργασίας, τύπου Πορτογαλίας ή Ιρλανδίας; Όχι. Εγώ το ερμηνεύω έτσι. Είναι όμως ξεκάθαρο από αλλεπάλληλες εκλογές εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, πια, ότι οι πολίτες απορρίπτουν τις επιλογές που τους διατίθενται. Όχι απλά δεν αναγνωρίζουν ανάμεσα στα διαθέσιμα κόμματα δύο πόλους γύρω από τους οποίους θέλουν να συστρατευθούν αλλά, ίσα ίσα, επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά ότι η τάση τους είναι προς τον κατακερματισμό. Ότι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι δεν συμφωνούν μεταξύ τους σε ικανό βαθμό ώστε να δημιουργούν με την ψήφο τους ευκρινείς πόλους, και ότι το παλιό σύστημα δύο μεγάλων, πολυσυλεκτικών μηχανισμών διαχείρισης ενός πελατειακού πολιτικού μοντέλου έχει καταρρεύσει. Η ερμηνεία ότι η απαίτηση που προκύπτει από αυτή τη συμπεριφορά σημαίνει ότι πρέπει να φτιάξουμε καλύτερους υποψήφιους πόλους, ή ότι, πιο συγκεκριμένα, “πρέπει να φτιαχτεί ένας πόλος απέναντι στο Μητσοτάκη” είναι λάθος. Δεν ζούμε στο 1990. Η προοπτική ότι ξαφνικά ένας πόλος (γύρω από το σημερινό ΠΑΣΟΚ, ας πούμε) θα ξανακαπαρώσει κάποτε ένα μπετόν 35-40% απέναντι σε μια ΝΔ που θα έχει ένα άλλο 35-40% και θα επανέλθουμε σε μια παραδοσιακή διπολική κανονικότητα είναι, νομίζω, μια εκτός πραγματικότητας προοπτική.

Η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ξαναγυρίσουμε στο δικομματισμό συντηρήθηκε εν μέρει από το “41%” της ΝΔ το 2019, αλλά όπως αποδείχτηκε εκείνη ήταν μια συγκυριακή εξαίρεση, προϊόν των ειδικών συνθηκών της εξόδου από τα μνημόνια -και της καταστροφικής ανεπάρκειας της προηγούμενης κυβέρνησης. Ίσως, αν στο διάστημα 2015-2019 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ηγεσία, την εμπειρία και την κουλτούρα για να μετατραπεί σε έναν πολυσυλεκτικό πόλο διαχείρισης του παλιού πελατειακού πολιτικού μοντέλου, εκείνο να είχε αναβιωθεί. Ίσως. Δεν είμαι σίγουρος ότι, και πάλι, κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό. Όπως και να ‘χει, αυτό πέρασε. Η συγκυρία έχει αλλάξει, η ευκαιρία, αν όντως υπήρχε, ήταν μοναδική, πρόσκαιρη και χάθηκε. Δεν πρόκειται να ξαναεμφανιστεί. Το 41% της ΝΔ, δε, έχει ήδη εξατμιστεί υπό την πίεση της πραγματικότητας, των τραγωδιών, των ενδογενών και εξωγενών πιέσεων και, βεβαίως, εξαιτίας των πολλών λαθών της κυβέρνησης. Ούτε αυτό πρόκειται να εμφανιστεί ξανά. Τι θα εμφανιστεί; Τι μας δείχνουν οι ψηφοφόροι ότι θέλουν να εμφανιστεί, ξανά και ξανά; Κάτι που στα μάτια των πιστών του δικομματισμού μοιάζει με σούπα. Εγώ το λέω κάπως αλλιώς: μια ευκαιρία. Γι’ αυτό εγώ θα συνεχίσω να τα λέω, στις εκπομπές και τις συζητήσεις. Μολονότι το κίνημα “Make Δικομματισμός Great Again” είναι μεγάλο, ισχυρό, επίμονο και πεισματάρικο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT