Στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι υπάρχει μια φοβία με τα πολιτικά ντιμπέιτ. Επρεπε να αποχωρήσουν οι χαρισματικοί ηγέτες της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου (που σε μεγάλο βαθμό αντλούσαν το πολιτικό τους κεφάλαιο από την προδικτατορική μη τηλεοπτική περίοδο) για να δούμε το πρώτο ντιμπέιτ το 1996 μεταξύ Κ. Σημίτη και Μ. Εβερτ. Εκτοτε η μη σταθερή διεξαγωγή τους στην προεκλογική περίοδο χαρακτηρίζεται κυρίως από μια απογοήτευση για τους όρους με τους οποίους γίνονται επειδή προάγουν παράλληλους μονολόγους, με την άχαρη βοήθεια των παρευρισκόμενων δημοσιογράφων. Το πιο σημαντικό στοιχείο που εκλύεται εξαιτίας ενός ντιμπέιτ, που είναι η μετέπειτα συζήτηση για το ποιος άσκησε μεγαλύτερη πειθώ με τα επιχειρήματά του και το παρουσιαστικό του, συνήθως μπαίνει στο περιθώριο της «μεγάλης εικόνας» που προκαλεί η αδυναμία των Ελλήνων πολιτικών να κάνουν πολιτικό διάλογο.
Εάν στις προεκλογικές αναμετρήσεις υπάρχει μέτριο ενδιαφέρον για το ντιμπέιτ, ακόμη λιγότερη μέχρι τώρα έχει δοθεί σημασία σε αντίστοιχες διαδικασίες που αφορούν εσωκομματικές εκλογές, παρότι ήδη από τη δεκαετία του 2000 και ύστερα η εκλογή προέδρου κομμάτων περνάει από μια ανοιχτή διαδικασία. Υπάρχει συχνά η ανησυχία ότι μια τέτοια δημόσια διαδικασία θα υπονομεύσει την ενότητα του κόμματος και γι’ αυτό συνήθως αποφεύγεται. Το ΠΑΣΟΚ φέτος αποφάσισε να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο ντιμπέιτ που διεξήχθη την περασμένη Τρίτη. Το γεγονός ότι υποψήφιοι πρόεδροι είναι έξι δεν φαίνεται να προκάλεσε αναστολές. Αντίθετα, κρίθηκε ότι τη στιγμή που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, σπαράσσεται και καταποντίζεται, η εικόνα ενός διαλόγου μεταξύ των υποψηφίων θα ρίξει τα φώτα στο ΠΑΣΟΚ ως τον «σοβαρό» πόλο αντιπολίτευσης απέναντι στη Ν.Δ.
Ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν το βασικό μέλημα και των έξι υποψηφίων, φαίνεται να υπηρετήθηκε ιδιαίτερα καλά από όλους. Αλλωστε –αν και ακόμη με αρκετές προφυλάξεις– το ντιμπέιτ επιχειρήθηκε να διεξαχθεί όχι στη λογική των παράλληλων μονολόγων αλλά υπό συνθήκες ενός άμεσου διαλόγου, με ερωταπαντήσεις που διατύπωναν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι στους «συντρόφους» τους. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια τέτοιου είδους σκηνοθεσία σε τέτοια έκταση υπό τη συναίνεση όλων των αντιμαχόμενων προσώπων και αυτό καταγράφεται σαν μια ακόμη καινοτομία που εισάγει το ΠΑΣΟΚ στην εσωκομματική ανάδειξη ηγεσίας, μετά την ίδια την απεύθυνση στη «βάση» του κόμματος, από το 2004 και ύστερα.
Η εκτίμηση της επίδρασης ενός ντιμπέιτ είναι πάντα δύσκολη. Στις ΗΠΑ πρόσφατα είδαμε ότι ένα ντιμπέιτ, αυτό μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ, σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε στην αντικατάσταση του πρώτου (λόγω της προβληματικής του απόδοσης) από την Κάμαλα Χάρις στη διεκδίκηση της προεδρίας. Ομως, αυτό είναι μια σπάνια περίπτωση και ένα παράδειγμα που αφορά τις ΗΠΑ, όπου το εκλογικό σώμα δίνει ιδιαίτερη σημασία στην τηλεμαχία. Εκεί που μπορεί κάποιος να δει τη δυνάμει επιρροή που μπορεί να ασκήσει ένα ντιμπέιτ είναι στην τηλεθέαση, αλλά κυρίως στον δημόσιο διάλογο που θα προκαλέσει είτε στα παραδοσιακά είτε στα νέα Μέσα. Το ντιμπέιτ των υποψηφίων προέδρων του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να πέτυχε και τους δύο στόχους. O αριθμός των 600.000 θεατών αλλά και των πολύμορφων σχολίων που προκλήθηκαν για την επίδοση του κάθε υποψηφίου είναι μια πρώτη ένδειξη ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης έχει στρέψει την προσοχή του στο ΠΑΣΟΚ, ότι αυτό έπειτα από τη φάση της περιθωριοποίησης ή και του στιγματισμού που πέρασε κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, ξαναμπαίνει ή μπορεί να ξαναμπεί στο προσκήνιο.
Εκεί που μπορεί κάποιος να δει τη δυνάμει επιρροή που μπορεί να ασκήσει ένα ντιμπέιτ είναι στην τηλεθέαση, αλλά κυρίως στον δημόσιο διάλογο που θα προκαλέσει. Το ντιμπέιτ των υποψηφίων προέδρων του ΠΑΣΟΚ πέτυχε και τους δύο στόχους.
Αν και δεν έλειψαν κάποια έμμεσα ή άμεσα συντροφικά μαχαιρώματα κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ, αυτό που εκπέμφθηκε και προσλήφθηκε είναι ένα «πολιτισμένο» κλίμα αντιπαράθεσης. Ακόμη κι αν κανένας από τους έξι «διαγωνιζόμενους» δεν επικράτησε με διαφορά απέναντι στους άλλους, όλοι και όλες είχαν τη δυνατότητα να (ξανα)συστηθούν στους ενδεχόμενους ψηφοφόρους τους στις 6 Οκτωβρίου. Τα ντιμπέιτ έτσι κι αλλιώς έχουν κύριο στόχο τους αναποφάσιστους και σίγουρα η εσωκομματική αναμέτρηση στο ΠΑΣΟΚ κρύβει ακόμη μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Εάν κρίνει κανείς από τον δημόσιο σχολιασμό που έτυχαν οι υποψήφιοι, άλλοτε επιτυχημένα, άλλοτε όχι, στείλανε εκείνα τα σήματα που τους έδωσαν ένα ιδεολογικό στίγμα.
Ο Χάρης ∆ούκας, με ιδιαίτερη νευρικότητα και πιστός σε προετοιμασμένες απαντήσεις, απευθύνθηκε σε εκείνους που κλείνουν περισσότερο προς μια αντικατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ ως κεντροαριστερού πόλου αντιπολίτευσης. Η Αννα Διαμαντοπούλου με σχετική αμηχανία αλλά νηφαλιότητα, μίλησε κυρίως σε εκείνο το θολό εκλογικό ακροατήριο του «Μένουμε Ευρώπη» ως καλύτερη μεταρρυθμιστική λύση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο Νίκος Ανδρουλάκης παίζοντας επιθετική άμυνα ως απερχόμενος πρόεδρος, αλλά και ο Παύλος Γερουλάνος επιλέγοντας την ευγενή επίθεση προσπάθησαν να εκπροσωπήσουν κυρίως την ενδιάμεση λύση πασοκικής νομιμοφροσύνης. Νάντια Γιαννακοπούλου και Μιχάλης Κατρίνης έγιναν αισθητοί παρά τον δεύτερο ρόλο που εκ των πραγμάτων κλήθηκαν να παίξουν. Το ποιο ακροατήριο από όλα θα πάει πιο μαζικά στην κάλπη θα κρίνει όχι μόνο το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και ποιος από τους υποψηφίους νίκησε στο ντιμπέιτ. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στις οθόνες μας.
*Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.