Μπαμ και κάτω…

2' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα, ακριβώς επειδή δεν ισχύουν για όλους, όπως έχει αποδειχθεί κατ’ επανάληψη: Αν δεν ήταν Τσιγγάνος αλλά «καθαρός» Ελληνας ο Μαρίνος Χριστόπουλος, ετών εικοσιενός, στο Ζεφύρι της Αττικής, θα «εκπυρσοκροτούσε ατυχώς το όπλο κατά τη διάρκεια του αστυνομικού ελέγχου», και μάλιστα η σφαίρα θα ‘βρισκε την κεφαλή τού ελεγχομένου; Αν δεν ήταν Αλβανός αλλά Ελληνας (έστω και με τη βούλα του σεσημασμένου εγκληματία) ο Σεντγκάκ Σελνίκου, ετών είκοσι, στην πλατεία Αμερικής, θα «εκπυρσοκροτούσε ατυχώς το όπλο κατά τη διάρκεια του αστυνομικού ελέγχου», και μάλιστα η σφαίρα θα ‘βρισκε την κεφαλή τού ελεγχομένου;

Την απάντηση την ξέρουμε, ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη μας, κι ας προσπαθούμε να τη σβήσουμε πριν αρθρωθεί: «Οχι βέβαια? αν ήταν Ελληνας ο ένας ή ο άλλος, η ζωή θα βάραινε περισσότερο στο ζύγι του νόμου και το κουμπούρι δεν θα δρούσε αυτονομημένο». Από πού προέρχεται λοιπόν αυτή η κατάφωρη, θανάσιμη μεροληψία του όπλου, που αυτενεργεί, αποσπάται από τον έλεγχο του αστυνομικού, σκοπεύει μόνο του, βάλλει και φονεύει; Μήπως κατάγεται και αυτή από την ίδια περιοχή πεποιθήσεων και αντιλήψεων όπου εδρεύει η βεβαιότητα πως η κακοποίηση κάποιου Τσιγγάνου ή ξένου, προπάντων Αλβανού (είτε μέσα στα κρατητήρια είτε και δημοσίως, μπροστά σε ένα κοινό που, αν δεν συναινεί και δεν επιχαίρει, πάντως όλο και πιο σπάνια διαμαρτύρεται), είναι αυτονόητη, εύλογη, φυσική, άρα νόμιμη, ό,τι κι αν λέει το Δίκαιο; Βεβαίως, από την κακοποίηση ενός κρατουμένου έως το θάνατο ενός ελεγχομένου η απόσταση είναι τεράστια, ίση με μια ζωή. Για να τη διανύσει κανείς πρέπει να είναι ποικιλότροπα απαίδευτος: απαίδευτος ως προς το πώς ελέγχουμε τον πιθανό παράνομο, απαίδευτος ως προς το πότε καταφεύγουμε στο όπλο μας, απαίδευτος ως προς το πώς λογοκρίνουμε το φόβο ή το θυμό μας για να μη μας παρασύρει. Απαίδευτος, κυρίως αυτό, ως προς ετούτη την «ηθική κοινοτοπία»: όλες οι ζωές αξίζουν το ίδιο, όποιος κι αν είναι ο άνθρωπος στην άκρη του πιστολιού μας.

Αν απορρίψει κανείς την πιθανότητα των «προσωπικών λογαριασμών» ή το «βρασμό ψυχής» ενός ανθρώπου που υποτίθεται ότι ασκήθηκε για να κρατάει την ψυχραιμία σου και σε ακραίες συνθήκες, είναι δύσκολο να αποφύγει μια μαύρη σκέψη: Μήπως κάποιοι απ’ όσους αποφασίζουν και διατάσσουν, έχουν αφήσει να εννοηθεί (όχι με επίσημα χαρτιά βέβαια αλλά μισές κουβέντες και πονηρά γελάκια) ότι η «εκτέλεση» ενός «γύφτου» ή ενός ξένου (προπάντων Αλβανού, δεν περιττεύει να το ξαναπούμε) θα ήταν «χρήσιμος για την κοινωνία και τον τόπο, επειδή θα σωφρόνιζε τους υπόλοιπους»; Φαίνεται απίστευτο. Οσο απίστευτο είναι και να χάνεται έναν άνθρωπος σαν το σκυλί κι εμείς να ξαναπιάνουμε το τροπάρι για την «τυχαία εκπυρσοκρότηση του όπλου».

Για πολλά χρόνια μετά την Κάθοδο των Αλβανών, εκεί γύρω στο 1990, είχαμε στο σπίτι για δουλειές, μία φορά τη βδομάδα, την Αννούλα, μια 18χρονη Βορειοηπειρώτισσα από τον Αυλώνα, ένα εξαίρετο πλάσμα, που η μακαρίτισσα η μάνα μου λάτρευε. Σήμερα η Αννα είναι μαμά δύο παιδιών και έχουν αποκτήσει με τον Αλέξη, τον άντρα της, επίσης εξ Αλβανίας, ένα φούρνο στα Κάτω Πατήσια. Εχουν σταθεί μια χαρά στα πόδια τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή