Υπάρχει και το «off»

2' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τηλεόραση: φως και σκοτάδι μαζί» ήταν ο τίτλος στο εισαγωγικό κείμενο της Μαριάννας Τζιαντζή στο αφιέρωμα της «K» για την Παγκόσμια Ημέρα Τηλεόρασης και κατά έναν τρόπο τα έλεγε όλα. Φως και σκοτάδι. Μέσα στα τόσα αφιερώματα, η στήλη δεν φιλοδοξεί να προσφέρει παρά σκόρπιες σκέψεις από έναν ομολογημένο εχθρό της τηλεόρασης, σφόδρα ενοχλούμενο από τον βόμβο της διαρκούς λειτουργίας της σε σπίτια συγγενών και φίλων.

Και ο «εχθρός», όμως, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει πόσο η τηλεόραση άλλαξε τη μοναχική ζωή όσων περνούν μακρές ώρες στο σπίτι ή πώς η ενημερωτική της δύναμη έφθασε να είναι η μεγαλύτερη αρωγή για τους πολίτες σε ορισμένες περιπτώσεις: αρκεί να θυμηθεί κανείς την προστατευτική συνοδεία της κάμερας κατά τη «διάσωση» των τριών βοηθών του Οτσαλάν στο Ναϊρόμπι αλλά και τις αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες, όπου η προσφυγή στην τηλεόραση (και στον Τύπο, βέβαια) προβάλλεται ως το έσχατο καταφύγιο του πολίτη μέσα σε ένα κράτος γεμάτο εξωνημένους συνωμότες.

Πώς θα μπορούσαν να σωθούν αυτά τα θετικά στοιχεία με ταυτόχρονη αντιμετώπιση της εντυπωσιοθηρίας, της βλακείας και της διανοητικής φθήνειας; Αν κρίνει κανείς από τα όσα ακούστηκαν στην Παγκόσμια Ημέρα Τηλεόρασης, κανείς δεν έχει την απάντηση στο ερώτημα, αλλά και κανείς δεν θέλει να παραδεχθεί ότι απάντηση ίσως δεν υπάρχει: ότι τα σκουπίδια μπορεί να είναι σύμφυτα με την τηλεόραση – και δη την ιδιωτική. Εν μέσω των περί δεοντολογίας συζητήσεων λησμονεί, όντως, κάποιος ότι οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις… επιχειρήσεις είναι – και ότι άρα, εξ ορισμού, ενδιαφέρονται πρώτα για το κέρδος και (πολύ) μετά για την «ποιότητα». H προφανής ένσταση σ’ αυτό είναι, βέβαια, ότι επιχειρήσεις είναι και οι εφημερίδες, αλλά παντού υπάρχουν κάποιες που διατηρούν υψηλό ποιοτικό επίπεδο. H ένσταση αυτή μπορεί να είναι, όμως, αβάσιμη. Πρώτα, γιατί υπάρχει η σημαντική ιστορική διαφορά ότι οι εφημερίδες ξεκίνησαν ως όργανα ελεύθερης διάδοσης σκέψεων, ενώ τα τηλεοπτικά δίκτυα ήταν εξαρχής κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Και δεύτερο, γιατί η τηλεόραση, ως μέσο μαζικότερο και λίαν ελκυστικό σε ανθρώπους με πενιχρό αναγνωστικό ενδιαφέρον, συνθέτει μία αγορά πολύ διαφορετική από εκείνην των εφημερίδων, ενδεχομένως αδύναμη να συντηρήσει ένα τηλεοπτικό δίκτυο που και κεντρική θέση να κατέχει από εμπορική άποψη και αδιάπτωτο ποιοτικό επίπεδο να διατηρεί.

Μία τέτοια διαπίστωση δεν θα ήταν ξένη προς τους ευρύτερους νόμους της αγοράς, αφού σε πλήθος τομέων η προϊούσα εκμαζίκευση των προσφερομένων υπηρεσιών βαίνει ευθέως ανάλογα με -μερική τουλάχιστον- ποιοτική έκπτωση. Ακόμη και η διαπίστωση Βρετανού δημοσιογράφου, ότι στην τηλεόραση «πουλάμε ό,τι δεν χρειάζεται», δεν είναι οικονομικώς παράδοξη. Από χρόνια γίνεται δεκτό ότι πλέον η προσφορά διαμορφώνει τη ζήτηση (με ιστορική την κατά τη δεκαετία του 1920 εντολή της «Τζένεραλ Μότορς» προς τους διαφημιστές: «Κάντε τον κόσμο να είναι δυσαρεστημένος με το παλιό του αυτοκίνητο»)? η τηλεόραση δεν αποτελεί εξαίρεση. Οσο για την πνευματική ποιότητα των εκπομπών της, μήπως δεν συμβαδίζει κι αυτή με τη γενικότερη μείωση της σημασίας που αποδίδουμε στη γενική παιδεία και στην πνευματική καλλιέργεια;

Ποιότητα. Ακούγεται ενδεχομένως απαισιόδοξο, αλλά δεν αποκλείεται όσοι την αναζητούν πολύ στην τηλεόραση, να τη βρουν κυρίως στο κουμπί του «off».

Που επιχείρησε να στηρίξει την άποψη ότι η οικονομική πολιτική Χριστοδουλάκη είναι… «παλιά»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή