Για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική

Για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιούνιο του 2002, στο Συμβούλιο της Σεβίλλης, ο πρωθυπουργός κ. Σημίτης έθεσε ως προτεραιότητα της ελληνικής προεδρίας την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης και την προώθηση κοινών δράσεων για μια πιο αποτελεσματική ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Στην ίδια Σύνοδο συμφωνήθηκαν μέτρα για την ενίσχυση της αστυνόμευσης των εξωτερικών συνόρων, την επίσπευση της υιοθέτησης κοινών κανόνων για τη χορήγηση ασύλου σε υπηκόους τρίτων χωρών, καθώς και τη συντόμευση των διαδικασιών απέλασης. Τέλος, συζητήθηκε η σύναψη διμερών και πολυμερών συμφωνιών συνεργασίας με χώρες αποστολής μεταναστών και προσφύγων, ενώ συμφωνήθηκε όπως η E.E. αποκτήσει τη δυνατότητα να επιβάλει κυρώσεις σε όσες τρίτες χώρες δείχνουν «αδικαιολόγητη έλλειψη συνεργασίας».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «αμυντική» αυτή ευρωπαϊκή προσέγγιση στα ζητήματα της μετανάστευσης υπαγορεύθηκε από την έξαρση της λαθρομετανάστευσης, τις δυσκολίες ενσωμάτωσης των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και τις επιμέρους πολιτικές των κρατών-μελών που έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στον περιορισμό της λαθρομετανάστευσης και στην υιοθέτηση αυστηρότερων προϋποθέσεων για την ενσωμάτωση των μεταναστών στα κοινωνικά τους συστήματα.

Η αδυναμία αξιόπιστης μέτρησης και καταγραφής των μεταναστών είναι ένας από τους λόγους που καθιστά τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στην Ευρώπη ιδιαίτερα δύσκολη. Αλλος λόγος είναι η αδυναμία σαφούς προσδιορισμού του όρου «μετανάστης», καθώς μετανάστης δεν ονομάζεται μόνο ο ξένος υπήκοος που εργάζεται, μόνιμα ή προσωρινά στην E.E., αλλά και ο κάθε ξένος που κατοικεί σ’ ένα κράτος-μέλος.

Η εμπειρία από άλλες χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς) έχει δείξει ότι η εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων φύλαξης των συνόρων, είναι όχι μόνο δαπανηρή αλλά και αναποτελεσματική. Από τη μια μεριά, πολλοί μετανάστες εισέρχονται μεν νόμιμα σε μια χώρα, αλλά επεκτείνουν την παραμονή τους πέρα από τον χρόνο νόμιμης άδειάς τους. H σύλληψη και απέλασή τους απαιτεί την ύπαρξη διαρκούς αστυνόμευσης των ξένων που είναι ουσιαστικά ανέφικτη. Από την άλλη, ο περιορισμός των νόμιμων αδειών για εργασία, σε συνδυασμό με την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, προκαλεί αύξηση των αιτήσεων για άσυλο. Ετσι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η E.E. δέχεται κάθε χρόνο 700.000 νόμιμους και 500.00 παράνομους μετανάστες (The Guardian, 18/6/2002), ενώ ο αριθμός των αιτήσεων για άσυλο αυξάνεται διαρκώς.

Προτεραιότητες της ελληνικής προεδρίας

Η ελληνική προεδρία έχει κάθε συμφέρον, αλλά και δυνατότητα να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες προς δύο κατευθύνσεις:

α) Να προωθήσει αποτελεσματικά τις προτάσεις οδηγιών που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο της E.E. και

β) Να επανατοποθετήσει σταδιακά το ζήτημα της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής σε μια καινούργια βάση.

Ως προς την πρώτη προτεραιότητα, οι σχετικές διατάξεις για την υποδοχή και απέλαση προσφύγων, για τη χορήγηση ασύλου και για την οικογενειακή επανένωση μπορούν να υιοθετηθούν κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας. H εναρμόνιση όμως των οδηγιών δεν θα πρέπει να γίνει με γνώμονα τις πιο αυστηρές διατάξεις που ισχύουν στα κράτη-μέλη, αλλά να σχεδιασθεί από κοινού και να ενσωματωθεί σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Στόχοι μιας τέτοιας πολιτικής θα πρέπει να είναι η αποτελεσματική διαχείριση των ευρωπαϊκών μεταναστευτικών ροών και η ένταξη των μεταναστών με το λιγότερο δυνατό κόστος, μέσω της εφαρμογής μέτρων θετικής εναρμόνισης. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να γίνει πολιτικά αποδεκτή αν γίνουν κατανοητά τα οφέλη από μια προγραμματισμένη αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού στην Ευρώπη και από τη μείωση του κόστους που θα προέλθει από τη συντονισμένη και ορθολογική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Γι’ αυτόν το λόγο, άλλωστε, η πρόταση της Ελλάδας για τη δημιουργία ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου για τη μετανάστευση είναι ιδιαίτερα θετική.

Μέτρα θετικής εναρμόνισης

Είναι πια κοινό μυστικό ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης γηράσκει. O ρυθμός γεννητικότητας κυμαίνεται σήμερα κάτω από το 1,4, ενώ ο ρυθμός που απαιτείται για να παραμείνει σταθερός ο ευρωπαϊκός πληθυσμός είναι 2,1. H διατήρηση υψηλών ρυθμών αύξησης του ευρωπαϊκού εισοδήματος, όπως και η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, προϋποθέτουν την ύπαρξη εργατικού δυναμικού που μπορεί να προέλθει μόνο από την είσοδο μεταναστών στη Γηραιά Ηπειρο.

Οι ανάγκες είναι πολυποίκιλες και δεν περιορίζονται μόνο σε εξειδικευμένο προσωπικό, όπως π.χ. έγινε στη Γερμανία, όπου πρόσφατα, μετακλήθηκαν ειδικοί στην πληροφορική από την Ινδία. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, η συγκομιδή της παραγωγής, οι κατασκευές ή οι οικογενειακές υπηρεσίες βασίζονται σε ανειδίκευτους μετανάστες. H στενή διασύνδεση αριθμού αδειών με προσφερόμενες θέσεις εργασίας μπορεί να είναι εφικτή σε χώρες με μεγάλες επιχειρήσεις και οργανωμένες αγορές εργασίας, αλλά είναι αδύνατη σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου στον αγροτικό τομέα ή στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η ζήτηση για πρόσθετο εργατικό προσωπικό είναι εποχική, περιστασιακή και πάντως όχι προγραμματισμένη. Επομένως, η πολιτική θα πρέπει να διαφοροποιείται ανάλογα με τις δημογραφικές, θεσμικές και αναπτυξιακές προτεραιότητες των τοπικών κοινωνιών και το εκπαιδευτικό επίπεδο και τις δεξιότητες των ίδιων των μεταναστών.

Στον σχεδιασμό μιας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής θα πρέπει να συμπεριληφθούν κίνητρα που θα προωθούν, όσο είναι δυνατόν, τη μετανάστευση περιορισμένης διάρκειας έναντι της μόνιμης μετεγκατάστασης ξένων υπηκόων. Μόνο έτσι θα περιορισθεί το δημοσιονομικό κόστος, ιδιαίτερα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της ασφάλειας, αλλά και το τυχόν κοινωνικό κόστος που προκύπτει από τη μαζική μετεγκατάσταση ξένων υπηκόων. H πολιτική, επομένως, θα πρέπει να διαφοροποιείται ανάλογα με τις χώρες προέλευσης. Στα μέτρα θετικής εναρμόνισης μπορούν να περιληφθούν κοινά κριτήρια υποδοχής μεταναστών, κοινές πολιτικές για τις κοινωνικές παροχές, για τη μεταφορά των συντάξεων, για τη διαδοχική ασφάλιση κ.λπ.

Σε εθνικό επίπεδο, η αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών προϋποθέτει την ύπαρξη αποκεντρωμένων αλλά αποτελεσματικών διοικητικών σχημάτων υποδοχής, πληροφόρησης και υποστήριξης των ξένων υπηκόων, αλλά και την άσκηση συντονισμένης πολιτικής (π.χ. χορήγηση χαμηλότοκων καταναλωτικών ή στεγαστικών δανείων, παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών υγείας κ.λπ.) για την αποφυγή δημιουργίας «γκέτο» ξένων, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές.

Δεδομένης της αναμενόμενης αύξησης του αριθμού των μεταναστών και της μετακίνησής τους σε μια ενοποιημένη και διευρυνόμενη ευρωπαϊκή αγορά, δεν είναι πρόωρο, τέλος, να τεθεί το θέμα προώθησης μιας ευρωπαϊκής επικοινωνιακής στρατηγικής ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία, καθώς και η δημιουργία και χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό κοινωνικό ταμείο, «Ευρωπαϊκών Σχολείων», ανοικτών σε όλους τους κατοίκους της E.E., που θα προωθούν την εκμάθηση των ευρωπαϊκών γλωσσών, του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Η ολοκλήρωση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής θα πάρει καιρό. H πρόκληση για την ελληνική προεδρία είναι να επανατοποθετήσει την πολιτική σε μια καινούργια και πιο αποτελεσματική βάση.

Η κ. Κατσέλη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή