Το «λάδι»… λιπαίνει

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μεσοβδόμαδο σημείωμα, με αφορμή την ομιλία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευ. Κρουσταλάκη περί διαφθοράς, υποστήριζα ότι η διαφθορά ως «όρος» περιλαμβάνει πράγματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους -από μικρομπαχτσίσια χαμηλομίσθων μέχρι συστημικές αλληλεξαρτήσεις οικονομικής και πολιτικής εξουσίας)- και ότι το να προβάλλει κανείς ως μέγιστο εχθρό όλα αυτά τα διαφορετικά σαν να ήταν ένα και το αυτό πρόβλημα γεννά κινδύνους να κυνηγά τους φτωχοπρόδρομους – προς μεγάλη ικανοποίηση των πανίσχυρων.

Ανάλογη διαφοροποίηση απαντάται στις εκδηλώσεις της «γραφειοκρατίας» και της «ταλαιπωρίας» των πολιτών, που ο κ. Κρουσταλάκης ανέφερε ως αίτιο, που ωθεί τους πολίτες να αποδέχονται το «μπαχτσίσι». Λέω ότι και εκεί η διαφοροποίηση είναι μεγάλη, επειδή κάποτε η ταλαιπωρία δεν προέρχεται από τον ωχαδερφισμό δήθεν των υπαλλήλων ή από την ανελαστική διάρθρωση των υπηρεσιών «στην πράξη», αλλά απευθείας από τον νόμο ή τις κορυφές της εξουσίας, που δήθεν νοιάζονται να περιορίσουν τον ταλανισμό των πολιτών. Πολλές φορές, δηλαδή, δεν είναι η μικρονοϊκή εφαρμογή των κανονισμών που προκαλεί την ταλαιπωρία, αλλά οι κανονισμοί οι ίδιοι – στο γράμμα και στην ουσία τους. Προς επίρρωση, σκεφθείτε ότι οι ελεγκτές εναερίου κυκλοφορίας προσφεύγουν συχνά στην «πιστή εφαρμογή των κανονισμών», για να… εξαρθρώσουν την κυκλοφορία στους ουρανούς, θυμίζοντάς μας ότι οι κανονισμοί δεν είναι πάντα ταγμένοι να διευκολύνουν τη ζωή, αλλά συχνότατα να τη δυσχεραίνουν.

Σε μια δημοκρατία, και μάλιστα δημοκρατία μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης, όπου η μαζικότητα συνδυάζεται με πολυδιάσπαση των αντίρροπων δυνάμεων επιρροής, αυτή η ταλανιστική φύση των κανονισμών μπορεί να έχει πολλές εξηγήσεις: από το ότι τους επιβάλλουν ορισμένες ισχυρές ομάδες σε βάρος της πλειοψηφίας μέχρι ότι η συγκεντρωτική τάση του κράτους το οδηγεί σε κανόνες εν πλήρει αδιαφορία για τις συνέπειες στον πολίτη (όπως π.χ. το να χρειάζεσαι τρεις διαφορετικές βεβαιώσεις ασφαλιστικών ταμείων για να θεωρήσεις «μπλοκάκι» αποδείξεων)? από το ότι οι κανονισμοί εισάγονται αποσπασματικά για την εκάστοτε εκκρεμή ανάγκη (και άρα αντιφάσκουν) μέχρι το ότι οι αρμόδιοι να εισηγηθούν την εισαγωγή ή τροποποίησή τους ενδιαφέρονται περισσότερο για την εντύπωση ότι εισηγούνται κάτι μεγάλο παρά για την ουσιαστική και κοπιώδη βελτίωση της καθημερινότητας. H Δικαιοσύνη, για παράδειγμα, θα μπορούσε ανέτως να φροντίσει να υπάρχουν δικάσιμοι για δεύτερη συζήτηση συναινετικών διαζυγίων (που αντί εξαμήνου, δίνονται πλέον μετά έτος από την πρώτη) ή να παρακολουθεί κάποιους δικαστές που κάνουν επτά μήνες να εκδώσουν μια απλή απόφαση – αλλ’ αυτό δεν θα πρόσδιδε ιδιαίτερη αίγλη σε σχέση με την εντύπωση μιας «μεγάλης πρωτοβουλίας».

Το τελευταίο αυτό μάς φέρνει στον συνδυασμό δημόσιας εντύπωσης και δημοσίου προσχήματος, που φοβούμαι ότι είναι επικρατούν χαρακτηριστικό της ελληνικής «παραγωγής» κανονισμών. Γιατί η εντύπωση και το πρόσχημα έχουν καίρια θέση σε μια κοινωνία, που δεν είναι μόνον μαζική δημοκρατία, αλλά και κοινωνία μέσων μαζικής ενημέρωσης και άρα παραγωγής μαζικών εντυπώσεων. Τι ήταν, αλήθεια, παρά δημόσιο πρόσχημα και εντυπωσιοθηρία αυτή η απίθανη νομική καινοτομία να ζητείται ονομαστικοποίηση μετοχών μέχρι φυσικού προσώπου στις εταιρείες που συμβάλλονται με το Δημόσιο και να θεσπίζεται… μετοχικό(!) ασυμβίβαστο επιχειρήσεων δημοσίων προμηθειών και μέσων ενημέρωσης; Τι ήταν παρά πρόσχημα η θέσπιση ασυμβιβάστου της βουλευτικής ιδιότητας με οιοδήποτε επάγγελμα;

Προσχήματα και εντυπώσεις, που όμως δεν περιλήφθηκαν απλώς σε κάποιον νόμο, αλλά στο ίδιο το Σύνταγμα – τον καταστατικό χάρτη που δεν μπορεί ν’ αλλάξει εύκολα. Αν το δει κανείς από τη φαιδρή του πλευρά, κάνει μεγάλο… χάζι με όλους αυτούς που τότε υπερθεμάτιζαν, για να φανεί στην τηλεόραση πόσο είναι τίμιοι και «υπεράνω» – και τώρα παλεύουν να βρουν τρόπο να παρακαμφθούν οι ανελαστικότητες της τόσης νομοθετικής τους τιμιότητας.

Τέτοιες ρυθμίσεις ταλαιπωρίας στον κοινό νόμο, στους καθημερινούς «κανονισμούς» απαντούν άπειρες. Δεν τις γεννά κάποια γραφειοκρατική αντίληψη υπαλλήλων, αλλ’ οι κανονισμοί απευθείας. Υπάλληλοι και πολίτες καταλαβαίνουν τον παραλογισμό. Και συναλλάσσονται ασμένως για να τον ξεπεράσουν. Θεσμικώς, εννοείται ότι η στάση αυτή μάς εξοργίζει και οι κανονισμοί πρέπει πάση θυσία να εφαρμόζονται. Πρακτικώς, ευτυχώς… δεν εφαρμόζονται. Σκεφθείτε τους ελεγκτές εναερίου κυκλοφορίας. Σκεφθείτε το χάος, αν «τηρούσαν πιστά» τους κανονισμούς κάθε μέρα…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή