Η τέχνη του ανέφικτου

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ρήξη ήταν μονόδρομος για τον κ. Σημίτη, αλλά τον δρόμο που διήνυσε ως πρόεδρος του κόμματος τον έσβησε ως πρωθυπουργός. Εμφανίσθηκε ως απόλυτος κυρίαρχος στο κομματικό πεδίο, αλλά αποδείχθηκε δέσμιος ισορροπιών στην κυβέρνηση. Προφανώς, η σύνθεση της κυβέρνησης δεν αντανακλά στον σχεδιασμό του κ. Σημίτη, καθώς είχε προαναγγείλει θεαματικές αλλαγές. Πλην, όμως, στην πολιτική το αποτέλεσμα και όχι η πρόθεση επικαθορίζει τη θέληση και αποτιμά την αποφασιστικότητα. Δεν νοείται επί οκτώ χρόνια πρωθυπουργός να επικαλείται το εφικτό και να το διαφορίζει από το ευκταίο όσον αφορά τη σύνθεση της κυβέρνησης. Σε ένα θέμα, δηλαδή, όπου και «με τον νόμο και με το Σύνταγμα» ασκεί μονομερώς την προνομία του. Πώς να πείσει ο κ. Σημίτης ότι όσα επαγγέλλεται και σχεδιάζει για νέου τύπου κόμμα έχουν αντίκρισμα ή, για να είμαστε δίκαιοι, προοπτικές επιτυχίας όταν αντί για νέα κυβέρνηση έχουμε αυτό που ανακοινώθηκε την Παρασκευή. Ποτέ άλλοτε κάτι τόσο λίγο δεν προαναγγέλθηκε επί τόσο πολύ, ούτε δημιούργησε τόσο μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες αποδείχθηκαν αβάσιμες. Το πλέον πτητικό αέριο αποδείχθηκε ο σαρωτικός άνεμος, που θα τα άλλαζε όλα. Εξατμίσθηκε πριν πνεύσει. Σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές η πολιτική είναι η τέχνη του ανέφικτου, δηλαδή η επιλογή του αναγκαίου.

Ο ισχυρότερος αντιπολιτευτικός λόγος, που έχει εκφωνηθεί για τα «ίδια επί εικοσαετία πρόσωπα στην πρώτη γραμμή» για εφησυχασμένους που «παραμένουν αδιάφοροι παρατηρητές», για «νοοτροπία διαχείρισης ήττας» διατυπώθηκε από τον ίδιο τον κ Σημίτη στην Κεντρική Επιτροπή και δεν έμεινε απλώς λόγος μετέωρος, αλλά αντεστράφη ο στόχος του και κατέληξε μπούμερανγκ.

Οι αλλαγές του πρωθυπουργού ξεκίνησαν θεαματικά με τη ρήξη με τον Κ. Λαλιώτη. Ρήξη συμβολική με το ιστορικό ΠΑΣΟΚ και ένα στυλ αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. Η ρήξη αυτή δημιούργησε την απορία «τι απέγιναν ή γιατί έγιναν τα Δολιανά», αλλά εν πάση περιπτώσει οι απορίες στην πολιτική έχουν νόημα μόνον όταν αποτιμούν το κόστος των διαδοχικών «ζιγκ ζάγκ» σε χαμένο χρόνο και ζωτικό πολιτικό χώρο. Αποδείχθηκε ότι η απορρόφηση των κραδασμών από την υπόθεση Λαλιώτη φρέναρε την επέκταση των αλλαγών στην κυβέρνηση. Ετσι, όμως, δεν έμειναν μετέωρες και ανολοκλήρωτες μόνον οι εξαγγελίες για ανανέωση του πολιτικού λόγου και, διεύρυνση του πολιτικού ακροατηρίου. Εχασαν το συμβολικό νόημά τους οι διευρυντικές κινήσεις στο πολιτικό προσωπικό.

Η συμπερίληψη των κ. Μπίστη και Κοντογιαννόπουλου θα είχε νόημα ως κίνηση προς τη μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε κόμμα τύπου «Ελιάς» εάν είχε γίνει όχι στην κυβέρνηση, αλλά στο κόμμα. Οχι τώρα, αλλά μετά τις εκλογές του 2000 μαζί με την προώθηση ενός πολιτικού στυλ Χρυσοχοΐδη στη γραμματεία. Αν αυτό ήταν το σχέδιο θα είχε αποφευχθεί αν όχι η σύγκρουση με τον Κ. Λαλιώτη, τουλάχιστον η δραματοποίησή της. Οι διευρύνσεις πιάνουν τόπο όταν γίνονται από θέσεις ισχύος. Παραμονές των εκλογών του ’81 κάλεσε τον Γεώργιο Μαύρο και τον Μανώλη Γλέζο ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αντίθετα, όταν διευρύνθηκε το ΠΑΣΟΚ το ’89 με Μπούτο – Μπριλλάκη κερδισμένοι ήσαν μόνον οι διευρυνσίες. Η τωρινή διεύρυνση δεν έχει καμία αναλογία με το ’89 ούτε στο πολιτικό ούτε στο ηθικό επίπεδο. Κινδυνεύει, όμως να ενταχθεί στις συνήθεις περιπτώσεις ανοιγμάτων χωρίς συνέχεια του κ Σημίτη, όπως είχε γίνει με τις περιπτώσεις Ευθυμιόπουλου και Βούγια. Σε κάθε περίπτωση εγχειρήματα σαν το Νέο Εργατικό Κόμμα η την ιταλική Κεντροαριστερά απαιτούν πολιτικές διαδικασίες προγραμματικής προετοιμασίας, διαμόρφωσης νέας νοοτροπίας και ανάδειξης νέου πολιτικού προσωπικού. Δεν γίνονται εν μια νυκτί. Οταν τα βήματα γίνονται βιαστικά με δέος για τις αντιδράσεις και επιμονή στη διατήρηση ισορροπιών τότε ακόμη και οι ισορροπίες μετατοπίζονται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάπως έτσι, παραδείγματος χάριν, προέκυψε ο κ. Γ. Παναγιωτακόπουλος στο Εκτελεστικό Γραφείο.

Ωστόσο, η αστοχία του εγχειρήματος της Παρασκευής δεν εξαντλείται στις περιπτώσεις όσων δεν μπήκαν στην κυβέρνηση, όσων δεν μετακινήθηκαν και των άλλων που δεν απομακρύνθηκαν. Η αποτυχία εικονογραφείται και σε ορισμένες απομακρύνσεις. Είναι εντελώς χαρακτηριστικό το παράδειγμα του απομακρυνθέντος υφυπουργού Εσωτερικών Σταύρου Μπένου. Υποτίθεται ότι τα προβλήματα στις σχέσεις κράτους – πολίτη, αυτό που καταχρηστικά αποκλήθηκε «καθημερινότητα» είναι η αχίλλειος πτέρνα αυτής της κυβέρνησης, ενώ είναι βέβαιο ότι η προσωπική επαφή υπαλλήλων και πολιτών όταν δεν προκαλεί μόνον ταλαιπωρία δημιουργεί και εστίες διαφθοράς. Τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών είναι το μοναδικό έργο στη διοίκηση, το οποίο δεν εξαγγέλθηκε απλώς, δεν έμεινε «μακέτα» έτοιμη να τη θυμηθεί η κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές, αλλά λειτούργησε. Το έργο συνέλαβε ως ιδέα, το σχεδίασε και το λειτούργησε ο κ. Μπένος. Αντί επιβράβευσης του έδειξαν την άγουσα προς την έξοδο. Ισως πλήρωσε την έλλειψη λόμπι στα ΜΜΕ, την απουσία συμμάχων στην Κ.Ε. ή το γεγονός ότι ουδέποτε «πολιτικολόγησε», επιζητώντας την προσοχή του κ. Σημίτη, προτείνοντας δήθεν ανατροπές και δήθεν αλλαγές, όπως κάνουν άλλοι, περίπου μόνιμοι υπουργοί, αγλαΐσματα αναποτελεσματικότητας, εραστές και δεξιοτέχνες του ξύλινου πολιτικού λόγου ή αναλυτές του τίποτα ή του αυτονόητου.

Παρακολουθώντας τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στην τηλεόραση να παρουσιάζει τη σύνθεση της κυβέρνησης σκέφθηκα ότι κάποιος πολιτικός συντάκτης θα υπέβαλε το ιοβόλο ερώτημα: «Πότε θα γίνει ο ανασχηματισμός;». Θα ήταν το πιο σύντομο ανέκδοτο. Πλην, όμως, την παράσταση έκλεψε το άλλο; Πράγματι οι ανασχηματισμοί δεν προαναγγέλλονται. Οταν προαναγγέλλονται, απλώς δεν γίνονται..

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή