Σοφόν το ασαφές

2' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την πρόταση, αναζητώντας το χαμένο νόημά της, αλλά εις μάτην. Ιδού ο γρίφος, δημοσιευμένος στο χθεσινό φύλλο: «Μειώθηκαν οι ανάγκες πρόσθετης χρηματοδότησης σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικά αντιμετωπίσιμο, ύστερα από επαναξιολόγηση του φυσικού αντικειμένου και ανάπτυξη σημαντικών συνεργειών».

Αναγνωρίζω το μερίδιο της ευθύνης μου (άμα δεν τα πας καλά με τη νομικοοικονομική ορολογία, πώς να κατεβάσεις στα χαμηλά τόσο υψηλά νοήματα), αλλά και πάλι δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς ένας πολιτικός, ο κ. Βενιζέλος εν προκειμένω, που ερωτάται περί δαπανών και ολυμπιακών προσαρμογών, αποφασίζει να απαντήσει με μία φράση ικανή να μας πείσει να αποδώσουμε τα πρωτεία της σαφήνειας στην Πυθία.

Αν ταξινομούσαμε σε τρία είδη την εσκεμμένη ασάφεια (τη λογιωτατίζουσα, τη λαϊκότροπη και την κομματικώς συντασσομένη), θα συμπεραίναμε ότι ο υπουργός Πολιτισμού ανήκει στους καλλιεργητές τους πρώτου είδους, όπως και ο κ. X. Καστανίδης. H δική τους ρητορική παρουσιάζεται πλούσια, πολύλογη, ακατάσχετη, επιστημονικοφανής. Ολα τούτα τα γνωρίσματα δεν υπηρετούν τη σαφήνεια, την ευθύτητα, αν βέβαια υποθέσουμε καλοπροαίρετα ότι αυτός είναι ο στόχος οποιουδήποτε ομιλητή, πολύ δε περισσότερο ενός εξουσιαστή, που γνωρίζει ότι το αξίωμά του δίνει αφύσικο βάρος και στο έσχατο επιφώνημά του, αφού το νόημα είναι η ίδια η εξουσία.

Το δεύτερο είδος ασάφειας προκύπτει όταν ο δημόσιος ρήτορας, για να φανεί λαϊκότερος του λαού, υιοθετεί ενθουσιωδώς εκφράσεις και στυλ που υποτίθεται ότι προσιδιάζουν στη λαϊκή ομιλία. Αίφνης, ο κ. Κίμων Κουλούρης και ο κ. Γεράσιμος Γιακουμάτος (τα ονόματά τους αναφέρονται χάριν παραδείγματος και μόνο, αφού ο ρητορικός λαϊκισμός έχει πολλούς θιασώτες) συναντώνται στο ίδιο στυλ, το μάγκικο και το τύποις ελευθερόστομο, κι όχι για να τα πουν ντόμπρα και σταράτα αλλά για να μείνει στ’ αυτιά του ακροατή ο οξύς ήχος μόνο, κι όχι το νόημα.

Την άλλη μέρα θυμόμαστε το κλισεδάκι, αλλά όχι τα πολιτικά του συμφραζόμενα, όχι την ευθύνη που συνεπάγεται η χρήση της μιας ή της άλλης λέξης ή φράσης. Ανάμεσα στο λογιωτατισμό και το λαϊκισμό αιωρούνται οι επιτεύξεις ρητόρων όπως ο κ. Π. Παναγιωτόπουλος, που τσιμπολογούν λίγη φλούδα κουλτούρας από δω, λίγο λαϊκό φαίνεσθαι από εκεί, για να πείσουν ότι λένε πολλά ενώ δεν λένε τίποτε.

Στο τρίτο είδος τιποτολογίας, στο οποίο διακρίνονται πολιτικοί όπως ο κ. Τσοχατζόπουλος αλλά και οι εκάστοτε κυβερνητικοί και κομματικοί εκπρόσωποι, ο ρήτορας δεν έχει παρά να αραδιάσει μερικά κλισέ της κομματικής αργκό («υπευθυνοποίηση», «αναδιάρθρωση αρχών και μέσων», «ύφος και ήθος»), χωρίς να νοιάζεται αν συντάσσονται σε λόγο που να διαθέτει μεταδόσιμο νόημα. Αλλά ποιος λέει ότι σοφό είναι μόνο το σαφές;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή