Πώς φτάσαμε στο νέο NATO

5' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν υπάρχει άλλος οργανισμός στην ιστορία των διεθνών σχέσεων που να δικαίωσε τόσο πολύ τη ρήση «αν θέλεις ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο» όσο το κατάφερε το ΝΑΤΟ.

Στα σαράντα χρόνια που κράτησε η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση, στις χώρες του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το ΝΑΤΟ τελικά νίκησε κατά κράτος σε έναν πόλεμο που δεν χρειάστηκε να γίνει.

Μάλιστα η επικράτησή του ήταν τέτοια, που, ακόμα και οι πάλαι ποτέ μεγάλοι εχθροί του τελικά θέλησαν να συνδεθούν μαζί του. Αλλωστε, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’40, ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, πατέρας της νίκης του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και «προφήτης» του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε, είχε πει στους Αμερικανούς ότι, αν δεν βομβαρδίσουν τη Μόσχα, θα έπρεπε να ετοιμαστούν να βάλουν τη Ρωσία στο ΝΑΤΟ και ευτυχώς, τελικά, έγινε το δεύτερο.

«Εξαγωγή δημοκρατίας»

Το ΝΑΤΟ φτιάχτηκε για να αντιμετωπίσει τα χιλιάδες σοβιετικά τανκς που θα έστλενε η «αρκούδα» για να καταλάβει τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Φτιάχτηκε για να αντιμετωπίσει μια παγκόσμια πυρηνική σύρραξη με τους πυραύλους της Μόσχας να κυκλώνουν τον πλανήτη. Κι όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί ακριβώς την επομένη του Ψυχρού Πολέμου. Τι δουλειά είχε λοιπόν πια το ΝΑΤΟ και τι θα μπορούσε να κάνει σ’ έναν κόσμο χωρίς «κόκκινο κουμπί»;

Πολλοί πίστεψαν, και σωστά, ότι τότε έκλεισε ένας μεγάλος ιστορικός κύκλος. Λίγοι όμως είδαν αμέσως ότι την ίδια στιγμή άρχισε ένας άλλος και εκεί υπήρχε πολύ σοβαρό πεδίο δράσης. Ο επόμενος στόχος που διαμόρφωσε το ΝΑΤΟ -χωρίς όμως αυτός να γίνει επίσημο δόγμα του αλλά και χωρίς να έχει από την αρχή η Συμμαχία ξεκάθαρη άποψη για το πώς θα μπορούσε να τον πετύχει- φάνηκε στην υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας.

Εκεί, έγινε φανερό ότι για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ η παγίωση του νέου περιβάλλοντος ασφαλείας δεν απαιτούσε μόνον το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά κάτι περισσότερο: τη γενίκευση του δυτικού συστήματος διακυβέρνησης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.

Ενα κεντρικό ερώτημα που, τελικά απαντήθηκε θετικά και σήμερα είναι πια εντελώς ξεπερασμένο, καθώς η απάντησή του έχει περάσει και μέσα στα επίσημα κείμενα, ήταν το αν το ΝΑΤΟ μπορεί να δρα σε χώρες «εκτός περιοχής». Στην ουσία, μια πιο «μακρινή» παραλλαγή αυτού του στόχου ήταν και ο πολύ πιο πρόσφατος πόλεμος στο Ιράκ.

Αυτή η μεταφορά του πεδίου της νατοϊκής δράσης από την Ευρώπη στον κόσμο, συνιστά την πεμπτουσία του μετασχηματισμού της Συμμαχίας, καθώς όλη η νέα δομή είναι προσανατολισμένη να την εξυπηρετήσει.

Μπορεί από μια σκοπιά να μοιάζει αντιφατικό το να επιβάλει κανείς βίαια το δυτικό μοντέλο δημοκρατίας (αν και με αυτό το επιχείρημα γελάνε σήμερα όλοι όσοι υπέφεραν κάτω από τα σοβιετικά τανκς στη μισή Ευρώπη – είναι ενδιαφέρον άλλωστε ότι κανείς δεν ρωτάει γιατί δεν κυριαρχεί ο αντιαμερικανισμός σήμερα ούτε καν στη Γιουγκοσλαβία που κάθε εκδήλωση είναι ελεύθερη…), αλλά, από μια άλλη σκοπιά, η δυτική δημοκρατία αντιμετωπίζει αληθινό πρόβλημα ασφάλειας, αν όχι κάποτε και επιβίωσης όταν περιβάλλεται από δικτατορικά κράτη και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η «εξαγωγή» της.

Το μεταψυχροπολεμικό ερώτημα

Στην πραγματικότητα, η Δύση κατάφερε τελικά να κάνει πράξη εκείνο που οι Σοβιετικοί είχαν, για το δικό τους σύστημα, κάνει ιδεολογία: αντί για «εξαγωγή επανάστασης» είχαμε τελικά «εξαγωγή δημοκρατίας».

Το ΝΑΤΟ ήταν χρήσιμο με δύο τρόπους σε αυτό τον στόχο: Αφενός «μαλακά», με το να επιβάλει μια σειρά από πολιτικά και στρατιωτικά κριτήρια ένταξης στις πρώην κουμμουνιστικές χώρες που επιθυμούσαν τη συνεργασία μαζί του και, τελικά, την ένταξή τους σε αυτό, κριτήρια που εξασφάλιζαν ότι οι χώρες αυτές θα ακολουθούσαν πλέον σταθερά το δυτικό σύστημα και αφετέρου «σκληρά», με τη χρήση της στρατιωτικής υποδομής του εναντίον χωρών που δεν ήθελαν να αλλάξουν.

Ομως, η χρήση στρατιωτικής βίας γι’ αυτόν το σκοπό, ερχόταν σε κάποιες περιπτώσεις σε ευθεία σύγκρουση τόσο με την έννοια της κρατικής κυριαρχίας και με επιταγές του διεθνούς δικαίου, όσο και με τα συμφέροντα άλλων νατοϊκών κρατών, με αποτέλεσμα η χρήση του ΝΑΤΟ σε αυτήν την κατεύθυνση να είναι περιορισμένη και η Συμμαχία να οδηγηθεί σε ένα είδος εκτεταμένης στασιμότητας, καθώς, για πρώτη φορά στην ιστορία της αντιμετώπιζε και θέμα νομιμοποίησης από τα Ηνωμένα Εθνη.

Ετσι, τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Ιράκ το NATO έμεινε ανενεργό, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη προ ημερών πάρθηκε η απόφαση να πάνε τώρα νατοϊκές δυνάμεις στο πρώτο και αναμένεται να γίνει το ίδιο και για το δεύτερο.

Γι’ αυτούς τους λόγους το μεταψυχροπολεμικό πιεστικό ερώτημα «και τι κάνουμε τώρα» δεν μπορούσε να απαντηθεί εύκολα. Το ΝΑΤΟ ζούσε την πιο μεγάλη ειρωνεία της Ιστορίας: είχε νικήσει και γι’ αυτό είχε πεθάνει…

Καταλύτης ο Μπιν Λάντεν

Τελικά, το ερώτημα σχετικά με το μέλλον του ΝΑΤΟ ίσως να μην είχε πραγματικά απαντηθεί ποτέ αν στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 ο Οσάμα Μπιν Λάντεν δεν ανάγκαζε τις χώρες του ΝΑΤΟ άλλες να καταλάβουν και άλλες να αποδεχθούν ότι τα προβλήματα ασφαλείας μπορεί να είναι πλέον εντελώς διαφορετικά από ό,τι στα χρόνια της διπολικής αντιπαράθεσης, αλλά είναι οπωσδήποτε εξίσου σοβαρά και ασφαλώς πιο πολύπλοκα από τότε.

Γι’ αυτό και η επίδραση του Σαουδάραβα τρομοκράτη στην εξέλιξη της Συμμαχίας ήταν μεγαλύτερη από εκείνη πολλών κεντρικών ηγετών της. Στην πραγματικότητα μπορεί κανείς να πει ότι, αν ο Αϊζενχάουερ ήταν η ψυχή του «παλιού» ΝΑΤΟ, ο Οσάμα Μπιλ Λάντεν στάθηκε ο απόλυτος καταλύτης της δημιουργίας του νέου.

Πραγματικά: μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες το άρθρο πέντε για την αμοιβαία συνδρομή των μελών είχε ενεργοποιηθεί για πρώτη φορά στην ιστορία της Συμμαχίας και μάλιστα υπέρ των ΗΠΑ και παραμένει ακόμη και σήμερα εν ισχύι.

Ο κεραυνοβόλος πόλεμος στο Αφγανιστάν, αν και έγινε χωρίς την «επίσημη σφραγίδα» του ΝΑΤΟ, αξιοποίησε τις υποδομές του. Ομως, τώρα πια, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η «από το παράθυρο» χρήση του Οργανισμού για την αντιμετώπιση των νέων κινδύνων δεν θεωρείται αρκετή.

Ετσι, μετά το σοκ της τρομοκρατικής επίθεσης στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, εκείνο που είχε ξεκινήσει περισσότερο ως μια «χαλαρή» και εν μέρη «ακαδημαϊκή» διαδικασία μεταμόρφωσης του ΝΑΤΟ, έγινε σε «χρόνο μηδέν» άμεση, πρώτη πολιτική προτεραιότητα, ιδίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την «καρδιά» της Συμμαχίας.

Η σύνοδος της Πράγας

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι η απάντηση για το τι κάνει το ΝΑΤΟ στον 21ο αιώνα, ήρθε τελικά τον περασμένο Νοέμβριο στην Πράγα, στη σημαντικότερη σύνοδο της ιστορίας του ΝΑΤΟ μετά την ιδρυτική του στα 1949.

Δεν πέρασαν όμως ούτε λίγοι μήνες μέχρι που αυτός ο μετασχηματισμός του ΝΑΤΟ στην πρωτεύουσα της Τσεχίας, συνοδεύτηκε από μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία του Οργανισμού, με αφορμή την ενεργοποίηση του άρθρου πέντε για την Τουρκία στον πόλεμο του Ιράκ.

Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που βιάστηκαν να κάνουν περιχαρείς το «μνημόσυνο» του Οργανισμού, γνωστού στα καθ’ ημάς και ως «συνδικάτο», που όμως στο σύνολό τους οι πρώην κουμμουνιστικές χώρες το αντιμετώπισαν ως την κεντρική τους ελπίδα για να ξεφύγουν από τη σοβιετική δικτατορία.

Επίσης, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επένδυσαν όλες τους τις ελπίδες στη διάσταση απόψεων, αν όχι στη σύγκρουση μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ, των πόλων του δυτικού συστήματος. Ομως, τώρα πια, στις Βρυξέλλες, όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι το μέλλον θα τους διαψεύσει…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή