Βαρθολομαίος – Χριστόδουλος: ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ;

Βαρθολομαίος – Χριστόδουλος: ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ;

6' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χωρίς οι δύο πλευρές να έχουν ακόμη εκδηλώσει επισήμως το πώς θα αντιδράσουν στη συνέχεια, εάν και εφόσον τεθεί θέμα νομοκανονικής τηρήσεως των όρων που διέπουν τις σχέσεις τους από το 1850 μέχρι σήμερα, έχει ήδη καταστεί σαφές, πως Οικουμενικό Πατριαρχείο και Αρχιεπισκοπή Αθηνών βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα της επιλογής στάσεως εν όψει της εκλογής νέου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης.

Το Φανάρι -μετά και τις δηλώσεις Βαρθολομαίου στη Λήμνο ότι θα πρέπει να έχει λόγο επί της συγκεκριμένης εκλογής η Κωνσταντινούπολη- φαίνεται να εξετάζει εάν έφθασε η ώρα να διεκδικήσει έπειτα από χρόνια αυτό που συνταγματικά του ανήκει. Πρόκειται για την εφαρμογή των 10 όρων της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928, βάσει της οποίας οι Μητροπόλεις των αποκαλουμένων Νέων Χωρών, δηλαδή των περιοχών που προσαρτήθηκαν εδαφικώς στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (Ηπειρος, Μακεδονία, Θράκη και νησιά του BA Αιγαίου) παραχωρήθηκαν στην ελλαδική Εκκλησία «επιτροπικώς» προς διοίκηση και μόνον, έπειτα από τριμερή συμφωνία, Οικουμενικού Θρόνου, Εκκλησίας της Ελλάδος και ελληνικού κράτους, το οποίο έχει και τον ρόλο του εγγυητού εφαρμογής της.

Από την άλλη πλευρά, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος, μαζί με μια ομάδα περίπου 10 ιεραρχών της ελλαδικής Εκκλησίας, από το 1998 όταν έγινε η εκλογή νέου προέδρου της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, έδειξαν σαφώς ότι επιθυμούν αλλαγή αυτού του καθεστώτος, κάτι δηλαδή που σημαίνει ανύψωση της Εκκλησίας τους με την ταυτόχρονη ανύψωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και προέδρου της Ιεράς Συνόδου σε Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος στο σύνολό της, χωρίς διάκριση σε παλαιές και νέες χώρες. Από το 1998 οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις επί του ζητήματος αυτού ήταν πολλές και δημιούργησαν οξύτητα στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών με περιόδους κορυφώσεως, αλλά και υφέσεως. Αφορμές υπήρξαν για «καυγά» αρκετές. Οι περισσότερες άνευ ουσίας, είχαν αφετηρία τις ανεξέλεγκτες δηλώσεις που πυροδοτούσαν την ατμόσφαιρα, όπως για παράδειγμα, η τελευταία του Μητροπολίτου Καλαβρύτων, ο οποίος τόνισε, μεταξύ άλλων:

Β H Εκκλησία της Ελλάδος είναι μία και ενιαία και δεν υπάρχουν Νέες και Παλαιές Μητροπόλεις – Χώρες.

Β Εάν αποδεχθούμε τον όρο «Νέες Χώρες» σημαίνει πως από τη Λάρισα και πάνω θέτουμε θέμα ακεραιότητος της χώρας, αφού εμφανιζόμαστε έτσι ως «κατακτητές» αυτών των εδαφών, με αποτέλεσμα να ανοίγουμε την όρεξη των Τούρκων για να τις διεκδικήσουν και τις… επανακατακτήσουν.

Β O Πατριάρχης θα αναγνωριστεί και πάλι πνευματικός ηγέτης της Εκκλησίας της Ελλάδος μόνον όταν κατακτήσει η Ελλάδα την Κωνσταντινούπολη!

Β Με τη διεκδίκηση των όρων της Πράξεως του 1928, το Φανάρι θέλει να υποτάξει τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών στον Τούρκο νομάρχη.

Β O πρωθυπουργός κ. Σημίτης αποδεχόμενος το ισχύον καθεστώς σχέσεων με το Πατριαρχείο, θέτει σε κίνδυνο την εθνική ακεραιότητα της χώρας.

Οι απόψεις αυτές του Μητροπολίτου Καλαβρύτων δεν εκδηλώνονται για πρώτη φορά. Απλώς έρχονται και πάλι σε μια στιγμή που βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα ένταση μεταξύ Φαναρίου – Αθηνών με αφορμή την πλήρωση της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Οι θέσεις αυτές εκφράζουν ελάχιστους (3-5 μητροπολίτες), αλλά δεν παύουν να υπάρχουν και επομένως, να προβληματίζουν.

Ηδη στον κυβερνητικό χώρο -σύμφωνα με πληροφορίες- δημιουργήθηκαν ερωτήματα για το εάν θα εκδηλωθούν ανάλογα φαινόμενα από τον εκκλησιαστικό χώρο σε προεκλογική περίοδο. Αντίστοιχος προβληματισμός λέγεται πως υπάρχει και στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία -με βάση τις απόψεις της ηγετικής της ομάδος- δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να ταυτιστεί προεκλογικά με ακραίες θέσεις και απόψεις οποιουδήποτε χώρου και οποιασδήποτε μορφής.

Το ζητούμενο όμως, για όλους τους ενδιαφερομένους, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, εάν ενήργησε αυτοβούλως ο Καλαβρύτων ή έπειτα από συμφωνία με τον Αρχιεπίσκοπο, με τον οποίο συνδέεται επί 40 και πλέον χρόνια και αποτελούν με τον πνευματικό τους πατέρα, Μητροπολίτη Πειραιώς, τη λεγόμενη τρόικα της «Χρυσοπηγής». Οι πληροφορίες και εδώ είναι αντιφατικές. Οι γνωρίζοντες τα εκκλησιαστικά πράγματα, νοοτροπίες και ιστορικές πορείες εκκλησιαστικών προσώπων υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση ο πρώην συνταγματάρχης Χωροφυλακής και Μητροπολίτης Καλαβρύτων να ενήργησε χωρίς την έγκριση του «αδελφού» του, αρχιεπισκόπου Αθηνών.

Το περιβάλλον όμως του κ. Χριστοδούλου τονίζει με έμφαση πως ο Αρχιεπίσκοπος εξεμάνη κατά του Καλαβρύτων όταν πληροφορήθηκε τη δήλωσή του. Αρχιερείς μάλιστα που βρίσκονται πλησίον του, τον περιγράφουν ως έξαλλο μετά το γεγονός και υποστηρίζονταν πως η δήλωση του «αδελφού» του έγινε με στόχο να του οξύνει την επερχόμενη πιθανή νέα διαμάχη με το Πατριαρχείο, αλλά και να του δημιουργήσει προβλήματα με τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Το τι ακριβώς συμβαίνει, ίσως δεν θα το πληροφορηθούμε ποτέ. Εκείνο που μόνο μπορούμε να επισημάνουμε είναι ότι -επισήμως- μόνον ο Πατριάρχης εξεδήλωσε μέχρι τώρα την επιθυμία να έχει λόγο το Φανάρι στην εκλογή Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ώστε η συμπρωτεύουσα να αποκτήσει έναν πράγματι άξιο ιεράρχη, μετά βέβαια από συνεργασία των δύο Εκκλησιών. O κ. Χριστόδουλος δεν απήντησε ο ίδιος στους πατριαρχικούς λόγους. Επομένως, τα όσα γράφονται και λέγονται και για τις δύο πλευρές δεν έχουν κανέναν επίσημο χαρακτήρα ως συνέχεια.

Γι’ αυτό και η προσέγγιση του όλου θέματος μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή, μόνο μέσα από τις γνωστές ήδη θέσεις και διαθέσεις Φαναρίου – Αθηνών και την καλύτερη δυνατή αξιολόγηση ενεργειών του παρελθόντος σε σχέση πάντα με τον χρόνο. Γιατί πράγματι ο χρόνος θα πρέπει να θεωρείται καθοριστικό στοιχείο, αφού τα όρια και των δύο πλευρών φαίνεται ξεκάθαρα πως αρχίζουν να εξαντλούνται. Κάποτε θα αποφασίσουν το… ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Οι θέσεις τους

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχοντας κατοχυρωμένο συνταγματικά το ισχύον καθεστώς σχέσεων με την Εκκλησία της Ελλάδος, πολλές φορές κατά το παρελθόν (πρόσφατο και παλαιότερο) δεν έχει απαιτήσει την τήρηση όρων και συμφωνιών. Για τη στάση του αυτή φαίνεται να «ευθύνεται» κυρίως το γεγονός ότι, κατά τις εποχές συγκεκριμένων εξελίξεων στις οποίες θα μπορούσε να παρέμβει ή επικρατούσε πολύ καλή σχέση με την Εκκλησία της Ελλάδος και δεν υπήρχε λόγος διασαλεύσεως του θετικού κλίματος ή το Πατριαρχείο και ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως περνούσαν δύσκολες στιγμές και θα ήταν λάθος ιστορικό να ανοιγόταν τέτοιο θέμα στον συγκεκριμένο χρόνο. Και ανάλογες στιγμές έζησε πολλές, κατά καιρούς, το Πατριαρχείο. Ετσι οι παραβάσεις των όρων από ελλαδικής πλευράς, περνούσαν ανεμπόδιστα.

Επί ημερών Χριστοδούλου, όμως, το Φανάρι διέγνωσε την ξεκάθαρη, για πρώτη φορά, διάθεση ανατροπής του καθεστώτος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της ελληνικής πολιτείας, αλλά και του λαού. Γι’ αυτό και επί 5 χρόνια «απειλεί» με απαίτηση των δικαίων του, χωρίς όμως να έχει μέχρι τώρα πραγματοποιήσει την απειλή αυτή. H πλήρωση όμως λένε οι ειδικοί της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ίσως αποτελεί και το όριο αυτής της πολύχρονης υπομονής.

Από την πλευρά του ο κ. Χριστόδουλος και η πέριξ αυτού ηγετική ομάδα, συμπεριλαμβανομένου και του Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως, προς τον οποίο -λέγεται- ο Αρχιεπίσκοπος έχει υποσχεθεί από την ημέρα εκλογής του (για να εξασφαλίσει τις ψήφους του) τη μετάθεση στη Θεσσαλονίκη εάν αυτή εκενούτο, δείχνουν να έχουν διαφορετική τοποθέτηση. Το σκεπτικό τους στηρίζεται στο ότι η Ελλάδα πλέον είναι ένα ενιαίο κράτος, και δεν μπορεί η Εκκλησία να διέπεται το 2003 από ένα καθεστώς που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του 1928. Αυτήν την άποψη ενστερνίζονται και ιεράρχες των Μητροπόλεων Νέων Χωρών, όμως δεν επιθυμούν τον απογαλακτισμό από το Φανάρι, γιατί αυτό θα σήμαινε μνημόνευση του Αρχιεπισκόπου σε κάθε Μητρόπολη, δηλαδή «πτώση» του οικείου Μητροπολίτου σε Επίσκοπο υπό τον Πρώτο, κάτι που δεν υφίσταται σήμερα. Θα έχαναν, επομένως, την αυτοδυναμία και ανεξαρτησία τους.

Ολα αυτά βεβαίως συμβαίνουν ερήμην του ελληνικού κράτους, το οποίο δείχνει (αντιπολίτευση, συμποπολίτευση και κόμματα) να είναι ικανοποιημένο από την υπάρχουσα εν ισχύι κατάσταση. Και χωρίς τη συμφωνία της πολιτείας δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι, εάν αυτήν την φορά το Φανάρι ζητήσει την τήρηση των όρων του 1928, βάσει των οποίων έχει το δικαίωμα να προτείνει και δικούς του υποψηφίους, αλλά και να του σταλεί προς έγκριση το τριπρόσωπο με τα ονόματα των υποψηφίων για τη Θεσσαλονίκη. Θα το πράξει ή όχι το Πατριαρχείο, για να δώσει έτσι και νέα ευκαιρία για προσέγγιση στην ελλαδική Εκκλησία; Και τι θα γίνει στη μία ή την άλλη εξέλιξη; Θα περιορίσει τις διαθέσεις του ο κ. Χριστόδουλος, ή θα τις αυξήσει ακόμη περισσότερο; Αυτά τα ζητούμενα θα απασχολήσουν τις επόμενες ημέρες την κοινή γνώμη. Γι’ αυτό και ο φετινός εκκλησιαστικός Αύγουστος αναμένεται ιδιαίτερα «ζεστός»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή