Μαμάδες και μπαμπάδες

2' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από λίγες ημέρες, στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» με περίμενε μία έκπληξη. Ηταν ένα δισέλιδο άρθρο με τίτλο: «Μαμά, είμαι σπίτι». Στο κέντρο δέσποζε η μεγάλη φωτογραφία ενός εφηβικού δωματίου: στο κρεββάτι ένας νέος άντρας κοντά στα 25 συζητούσε ήρεμα με μία χαριτωμένη, μεσήλικη γυναίκα, που κρατούσε στα χέρια της ένα μικρόσωμο, μαλλιαρό σκυλί. Από κάτω δεν υπήρχε δημοσιογραφικό κείμενο. O συντάκτης είχε παραθέσει μόνο τις εξομολογήσεις των πρωταγωνιστών της φωτογραφίας. H κυρία ήταν η Αμάντα, η μαμά του νεαρού Καρλ. Τι το τόσο σημαντικό είχε συμβεί στους δύο αυτούς καθημερινούς ανθρώπους και οι ζωές τους απασχολούσαν μία μεγάλη εφημερίδα του Λονδίνου;

Ο 27χρονος Καρλ είχε μόλις επιστέψει στην οικογενειακή εστία, ύστερα από το άδοξο τέλος μίας ερωτικής του σχέσης. H Αμάντα, η μητέρα, περιέγραφε το σοκ που αισθάνθηκε, όταν τον περασμένο Απρίλιο σήκωσε αμέριμνη το τηλέφωνο της και άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής τον γιο της να την ρωτάει αν θα μπορούσε να έρθει στο σπίτι «για λίγες εβδομάδες». O Καρλ ζούσε μόνος του από τα 21 του. Το ίδιο και η Λίντζι, η μικρότερη, κατά ένα χρόνο, αδελφή του.

Αν γνώριζα τη διεύθυνση της καλοσυνάτης κυρίας, που έχει ξανά μέσα στα πόδια της τον συναισθηματικά ευάλωτο Καρλ, θα της έγραφα ένα πολύ ωραίο γράμμα για το δικό μου, ελληνικό, σοκ. Θα της έλεγα ότι σε μία εφημερίδα της δικής μου χώρας η είδηση θα ήταν κάπως αλλιώς γραμμένη: «O γιος μας είναι 27. Και θέλει να πάει να ζήσει μόνος του. Και δεν είναι καν αρραβωνιασμένος. Αν μας το κάνει αυτό, κινδυνεύει η υγεία του πατέρα του».

Για να εξηγήσουμε την παθολογική αυτή σχέση εξάρτησης γονιών και παιδιών στην Ελλάδα επιστρατεύουμε κάθε είδους επιχειρήματα: για τον θεσμό της οικογένειας που είναι ισχυρός στην Ελλάδα, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της βαλκανο-μεσογειακής μας κοινωνίας, για τη «δαμόκλειο σπάθη» της ανεργίας που δεν επιτρέπει στους νέους ανθρώπους (εδώ, να παίξει κάτι δραματικό, ένας Μπραμς, ένας Σούμπερτ) να ανοίξουν τα φτερά τους… Περίεργως, η ίδια δαμόκλειος σπάθη εξασθενεί μπροστά σε άλλες προτεραιότητες όπως ο τρίωρος καφές στο Κολωνάκι, στο Κεφαλάρι ή στη Γλυφάδα (5-10 ευρώ), τα δύο πακέτα τσιγάρα ημερησίως (5 ευρώ), το τελευταίο μοντέλο της Nokia, της Nike ή της Diesel (από 100 ευρώ και πάνω). Για να μην παρεξηγηθούμε: δεν ζήτησε κανείς από κανέναν 20άρη να κόψει τον καφέ του ή να μην αγοράσει καινούργια παπούτσια. Αλλά, η δικαιολογία του τύπου «είμαι 25, εργάζομαι και μένω στο πατρικό μου γιατί δεν μου φτάνουν τα χρήματα» καταντάει καχύποπτη αν σκεφθεί κανείς τους καθημερινούς μας προϋπολογισμούς.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί μας αρέσουν τόσο πολύ τα ψέματα; Αν ξεφύγουμε από τα στενά όρια της ελληνικής οικογένειας, θα δούμε ότι ο ιδιότυπος αυτός προστατευτισμός δεν είναι απλώς μία ακόμα κοινωνική παθογένεια, αλλά κανονική ιδεολογία. Ολοι, ή καλύτερα, σχεδόν όλοι, περιμένουν, περιμένουμε από κάποιους άλλους για να σωθούν, για να σωθούμε. Τα παιδιά από τους γονείς τους: «όσο δεν πληρώνω ενοίκιο, μπορώ να πληρώνω τις δόσεις του αυτοκινήτου και της Κούβας»? οι γονείς από τα παιδιά τους: «όσο φτιάχνω γιουβαρλάκια για τα βλαστάρια μου, δεν χρειάζεται να μιλάω με τον άντρα μου»? ο υπάλληλος από τον εργοδότη του: «όσο πληρώνομαι τα ίδια λεφτά κάθε μήνα, δεν είναι ανάγκη να προσπαθήσω περισσότερο»? ο θίασος από το υπουργείο Πολιτισμού: «όσο έχω εξασφαλισμένη την επιχορήγηση, δεν με νοιάζει πόσοι θα πατήσουν απόψε το πόδι τους στην παράσταση». Την ξέρουμε καλά αυτήν την αλυσίδα. Δεν έχει πολλές απαιτήσεις? μειώνει, ταυτόχρονα, τις πιθανότητες για μία ζωή όπως πραγματικά την θέλουμε. Το θέμα είναι: αυτό ονειρευτήκαμε;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή