Για ένα μεταρρυθμιστικό πατριωτισμό;

Για ένα μεταρρυθμιστικό πατριωτισμό;

4' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε ένα πρόσφατο κείμενο του Νίκου Μουζέλη αντικατοπτρίζεται η βαθιά του απογοήτευση για την αποτυχία των κυβερνητικών εκσυγχρονιστών και την επιστροφή τους σε λαϊκισμούς προηγούμενων εποχών. O N. Μουζέλης επικεντρώνει την προσοχή του στο πολιτικό σύστημα και καταγγέλλει την «κομματικοκρατία», τη διείσδυση του κόμματος και της κομματικής λογικής παντού – από τον αθλητισμό ώς την τέχνη (1).

H ερμηνεία του N. Μουζέλη είναι στενή, γιατί συμπιέζει σε μια λέξη παράγοντες που την ξεπερνούν, όπως π.χ. οι κυρίαρχες αξίες και οι εγγενείς ατέλειες της πολιτικής. Συμφωνώ, όμως, ότι πολιτικές μεταρρυθμίσεις απαιτούνται επειγόντως και ότι πολλές από αυτές θα είχαν στόχο τις κομματικές πρακτικές. Παρά ταύτα μερικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως π.χ.:

– Η υπαγωγή της πολιτικής σε κανόνες (έστω εξωγενείς – δηλαδή στους κανόνες του «Μάαστριχτ» και του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας που επιβάλλουν την εξάλειψη των υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων).

– H ανεξαρτησία της Τραπέζης της Ελλάδος, που δεν επιτρέπει πλέον στην κυβέρνηση να «τυπώνει χρήμα», και

– H ίδρυση ανεξαρτήτων αρχών, που όμως αντιμετωπίζουν καθημερινά την αξίωση των κομματικών να επηρεάζουν τις αποφάσεις τους.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν ολόκληρο κατάλογο μέτρων που θα ολοκλήρωναν τη μεταρρύθμιση της πολιτικής διαδικασίας.

Λιγότερο και καλύτερο κράτος

Εξίσου σημαντικές, όμως, είναι οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις σε οικονομία και κοινωνία και μάλιστα προς ορισμένη κατεύθυνση: «Λιγότερο και καλύτερο κράτος». Τέτοιες μεταρρυθμίσεις επιβάλλονται σήμερα περισσότερο από άλλοτε γιατί απλά άλλαξε το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, στο οποίο θα πρέπει να επιβιώσουμε. H διαδικασία έχει αρχίσει σε ορισμένους τομείς (π.χ. στο φορολογικό σύστημα), αλλά δεν έχει απλωθεί σε άλλους εξίσου κρίσιμους. H κοινωνία μας και η πολιτική δείχνουν να μην αναγνωρίζουν την ανάγκη για ριζική αναμόρφωση ολόκληρων περιοχών πολιτικής – της κρατικής γραφειοκρατίας, της παιδείας, της υγείας (του λεγόμενου «εθνικού συστήματος υγείας»), της κοινωνικής πολιτικής, των υποδομών. Περιορίζονται το πολύ σε επιδιορθώσεις. Δεν έχουν, επίσης, αναγνωρίσει ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις η χώρα θα γίνεται ολοένα και λιγότερο ενδιαφέρουσα ως τόπος εγκατάστασης επιχειρήσεων και παραγωγής με όσα αυτό συνεπάγεται: ανεργία, εύθραυστη δημόσια οικονομία και αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί σε βασικές του λειτουργίες, αβεβαιότητες για το μέλλον, κοινωνικές εντάσεις.

Η αντιδεξιά ρητορική υποτροπή του πρωθυπουργού και η εκλογική αντιπαλότητα δεν ευνοούν το άνοιγμα των διαδρόμων απογείωσης.

Η δημόσια οικονομία π.χ. βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Προς το παρόν, οι κοινοτικοί πόροι, η δυναμική των Ολυμπιακών Αγώνων και η μεγέθυνση αντισταθμίζουν τρόπον τινά τα διαρθρωτικά μας προβλήματα. Αλλά, η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί σε έναν φαύλο κύκλο αν μετά το 2004 όλες οι μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες «συμπέσουν» με λιγότερους κοινοτικούς πόρους, ένα ανώμαλο δημοσιονομικό τοπίο και εξασθένηση της μεγέθυνσης. Μόνο θεμελιακές και τολμηρές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προλάβουν μια τέτοια εξέλιξη – αν δεν είναι πλεον αργά.

Κυβέρνηση σε ομηρεία

Τα διάσπαρτα οργανωμένα συμφέροντα αντιδρούν σε τέτοιες αλλαγές και διεκδικούν απλά τη διατήρηση ή και βελτίωση των «κεκτημένων» ή «υπεσχημένων» τους συχνά με την κάλυψη ενός κίβδηλου «προοδευτικού» λόγου. Οι συντεχνίες θεωρούν τον όρο μεταρρύθμιση ή διαρθρωτική αλλαγή ως νεοφιλελεύθερη επινόηση, δηλαδή ακραίο ιδεολόγημα που εκπέμπει κοινωνική αναλγησία. Και, αξιοποιώντας τις διασυνδέσεις με το κόμμα και την κυβέρνηση, καταφέρνουν να προκαλούν συνεχείς εμπλοκές σε κάθε απόπειρα σοβαρής αλλαγής. Ο,τι βιώσαμε πριν από μερικές εβδομάδες με τα αυθαίρετα (επρόκειτο για μερικές μάνδρες!) δεν είναι παρά το εμφανέστερο σύμπτωμα ενός πυκνού πλέγματος άτυπων συμπαιγνιών, δικτυώσεων, σχέσεων συναλλαγής και, φυσικά, δυσεφάρμοστων νόμων και χαοτικών διοικητικών διαδικασιών. Ενα άλλο σύμπτωμα των δομικών αλλαγών είναι βέβαια η Ολυμπιακή: κυβέρνηση, κόμμα, συντεχνίες και προμηθευτές χρειάσθηκαν δέκα χρόνια για να τη… διαλύσουν, προκαλώντας τεράστια επιβάρυνση στο σύνολο – περίπου το 1/6 ενός ΚΠΣ. Χρειάζεται να αναφέρουμε και άλλα παραδείγματα;

Σήμερα, δεν διακρίνω κάποια μεγάλη και καθαρή κατευθυντήρια γραμμή στην πολιτική μας. Το πακέτο παροχών προς διάφορες κοινωνικές ομάδες ανακοινώθηκε ταυτόχρονα σχεδόν με τη «χάρτα σύγκλισης» και μαζικές μετοχοποιήσεις για άντληση πόρων. Αντιφατικότερα μηνύματα δεν θα μπορούσαν να σταλούν στον κόσμο. H κυβέρνηση, αντί να αναλάβει τις ευθύνες της, υιοθετεί ένα μείγμα ανεύθυνου λαϊκισμού, επίπλαστου εκδυτικισμού και εξυπηρέτησης μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, που έχουν εναγκαλιστεί το βαθύ μας κράτος.

Ενα σχέδιο με νόημα!

Χρειαζόμαστε έναν σαφή οδικό χάρτη για μεταρρυθμίσεις, ένα σχέδιο με αρχή και τέλος, με σαφείς στόχους για τις σημαντικότερες περιοχές πολιτικής και εσωτερική συνοχή στη βάση μιας ξεκάθαρης φιλοσοφίας. Θα μπορούσε να οικοδομηθεί με θεμέλιο την εξελισσόμενη ευρωπαϊκή συναίνεση στα ζητήματα αυτά («πλαίσιο Λισσαβώνας»). Αυτό ουσιαστικά επιχειρήθηκε με τον χάρτη σύγκλισης του επινοητικού N. Χριστοδουλάκη, εκτροχιάσθηκε όμως καθ’ οδόν μέσω της παροχολογίας. Το μήνυμα χάθηκε. O οδικός χάρτης που εννοούμε εδώ θα ‘πρεπε να ξεκαθαρίζει τι θα γίνει με

– το συνταξιοδοτικό σύστημα, που παραμένει μια βραδυφλεγής βόμβα για τη δημόσια οικονομία, όπως επιβεβαίωσε η Τράπεα της Ελλάδος στην τελευταία της έκθεση,

– ορισμένα στοιχεία των εργασιακών σχέσεων,

– τη γραφειοκρατία που έχει εξελιχθεί σε μείζον εμπόδιο για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και ξένες επενδύσεις, ενώ αδυνατεί να επιβάλει στοιχειώδεις κανόνες του παιχνιδιού,

– το ΕΣΥ και το γενικότερο σύστημα ιατροφαρμακετυικής περίθαλψης,

– την παιδεία,

– την εντοιχισμένη στην πολιτική υποδομών σπατάλη κ.λπ.

Αναμφίβολα, ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα σε μια λογική γενικού συμφέροντος απαιτεί πολιτικό κουράγιο και, συναφώς, ρήξεις. Με την έννοια αυτήν προσφεύγω στον όρο μεταρρυθμιστικός πατριωτισμός. Ισως οι επόμενες εκλογές ανοίξουν κάποιους δρόμους για θεμελιώδεις και προ παντός συνεκτικές μεταρρυθμίσεις. Εκτιμώ, πράγματι, ότι η μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία ενός κόμματος δεν ευνοεί τέτοιες αλλαγές, γιατί επιτρέπει να αναπτυχθεί ένα σκληρό πλέγμα ειδικών συμφερόντων σε κόμμα και κράτος, που απλά ενδιαφέρεται να μην αλλάξει τίποτε.

(1) Μουζέλης N. «Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις», εφ. «Το Βήμα», 29.6.2003.

(2) Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή