Γυφτοπανήγυρις, «αισιοδοξία» και το χρέος

Γυφτοπανήγυρις, «αισιοδοξία» και το χρέος

4' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O θλιβερός καλλιτέχνης που καταφεύγει σε επινοήματα εντυπωσιασμού των απαιδεύτων μήπως και ξεφύγει από την ανωνυμία της ασημαντότητας, συγχωρείται προκαλώντας τον οίκτο. Ομως, η πολιτικός που στήνει εκτρωματικό βαναυσούργημα στον ιερό τόπο μνημείου θυσιασμένων για την πατρίδα Ελλήνων, αυτή όχι, δεν μπορεί να συγχωρεθεί. H βδελυγματική παράγκα καμπαρετίστικης «ψυχαγωγίας του λαού», ορθωμένη στο κενοτάφιο του «άγνωστου στρατιώτη» θα έπρεπε να σηματοδοτεί για τη δήμαρχο Αθηναίων το τέλος της πολιτικής της σταδιοδρομίας. Αν βέβαια πλειοψηφούσαν οι πολίτες με καλλιέργεια ικανή να αξιολογήσει τη βαρύτητα της βάναυσης πρόκλησης.

Δεν ενοχλήθηκε ούτε καν το κόμμα του οποίου στέλεχος εμφανίζεται η κυρία δήμαρχος – κόμμα με ευαισθησίες πατριωτισμού περισσότερες (υποτίθεται) από αυτές του «εκσυγχρονιστικού» διεθνισμού. Ισως για να απαλλαγούν από ψευδαισθήσεις οι αδιόρθωτα αισιόδοξοι Ελληνες ψηφοφόροι. Να πεισθούν ότι και στην Αξιωματική Αντιπολίτευση η πλειονότητα των στελεχών εμφανίζεται να μην πιστεύει σε τίποτα, να παπαγαλίζει (από ανάγκη και για τα προσχήματα) ρητορεύματα εθνικιστικού επαρχιωτισμού, δίχως να υποψιάζεται ποιότητα ζωής άλλη έξω από τη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας.

Το εκτρωματικό βαναυσούργημα στον χώρο ακριβώς όπου το μνημείο των πεσόντων, με προφανέστατη σκοπιμότητα να υπερβάλει σε παροχές «ψυχαγωγίας» τον προηγούμενο δήμαρχο, είναι τεκμήριο ανατριχιαστικό μιας ριζικά και προκλητικά αποϊερωμένης πολιτικής. Βιασμός τόσο της αισθητικής όσο και του κοινού αισθήματος ιερότητας της θυσίας. Το κιτσαριό της πελώριας παράγκας, τα ξενικά (άλλων χωρών και άλλης ευαισθησίας) ψευτόσπιτα στην πλατεία Συντάγματος, η γυφτοπανήγυρις με την καρουσέλ και τις φανταχτερές ψευτογιρλάντες κραύγαζαν και σπατάλη χρημάτων εξωφρενική για μια πόλη που πνίγεται κάθε τόσο μέσα στο σκουπίδι.

Αλλά το σκοπούμενο δεν είναι να υπηρετηθεί η πόλη και οι ανάγκες της. Στόχος αποκλειστικός της φιέστας είναι η πολιτική καριέρα της δημάρχου, η επίδειξη και διαφήμισή της. Να έχει στη διάθεσή της η δήμαρχος όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, για να εκτοξεύσεις σε τεχνητό παραλήρημα, με άκομψες τσιρίδες, πρωτοχρονιάτικες «ευχές». Εστω στα πλήθη των αθώων επήλυδων που συνωστίζονταν από κάτω.

Ισως να κατακτήσει στο μέλλον επιπλέον αξιώματα (με τα ταλέντα της ή «εκ προορισμού») η φιλόδοξη δήμαρχος των Αθηναίων. Ισως αλλοδαπές μεθοδεύσεις να εκτινάξουν και αυτήν κάποτε στις κορυφές της δημοσκοπούμενης λαϊκής προτίμησης. Ομως η βδελυγματική παράγκα στον τόπο του ιερού μνημείου έχει οριστικά πια οριοθετήσει το πολιτικό της ανάστημα, το επίπεδο των ποιοτικών της ιεραρχήσεων.

Με δεδομένο τον σεβασμό στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ας επιτραπεί και μια ελάχιστη ταπεινή διαμαρτυρία προς την εξοχότητά του. Αφορά σε πρωτοχρονιάτικους σχολιασμούς που δημόσια εξέφερε.

Αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στους πολίτες που «απαισιοδοξούν» για το μέλλον του Ελληνισμού. Μερίδα πολιτών αριθμητικά δυσπροσδιόριστη, αλλά σαφώς υπαρκτή. Και, ως μη ώφελλε, την αντιμετώπισε απαξιωτικά, αφοριστικά και επιθετικά. Πρώτη φορά χάρισε την προσοχή του σε όσους εκφράζουν τέτοιες ανησυχίες και το έκανε για να τους χαρακτηρίσει «ανθρώπους που τα βλέπουν όλα μαύρα», ενώ ο ίδιος πιστεύει ότι «πρέπει να αισιοδοξούμε»- χωρίς να αιτιολογεί με ρεαλιστικά τεκμήρια την κατηγορική προστακτική του.

Οσοι αναλαμβάνουμε την ευθύνη δημόσιου λόγου εκφράζοντας αγωνία για το μέλλον του Ελληνισμού, δεν εκφέρουμε αποφάνσεις ή αφορισμούς – αιτιολογούμε τεκμηριωμένα την απαισιοδοξία μας. Μιλάμε για τη συστηματική φθορά της γλώσσας των Ελλήνων, την εσκεμμένη ρήξη και διακοπή της οργανικής της συνέχειας στην εκπαιδευτική πολιτική, την αποδόμηση γραμματικής και συντακτικού, την ανήκεστη καταστροφή που επέφερε στη σημαντική της γραφής το μονοτονικό σύστημα.

Μιλάμε για έναν κατ’ όνομα μόνο Ελληνισμό σήμερα, που έχει πάψει να παράγει πολιτιστική ιδιαιτερότητα. Αναπαράγει μόνο φολκ-λορ και μόνο μιμείται (ενίοτε με αξιόλογες προσωπικές επιδόσεις) προϊόντα άλλων κοινωνιών, που γεννήθηκαν από διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικούς ιστορικούς εθισμούς.

Μιλάμε για την εξαθλιωτική αλλοτρίωση της πολιτικής στη γενέτειρά της, την εμπορευματοποίησή της, την υποκατάστασή της από την απόλυτη προτεραιότητα της κατασκευής εντυπώσεων που θα ξεγελάσουν τον πολίτη και θα υφαρπάσσουν την ψήφο του. Μιλάμε για τη στυγνή κομματοκρατία που ακυρώνει το αντιπροσωπευτικό σύστημα και φαλκιδεύει τις πολιτικές ελευθερίες. Μιλάμε για τη βάναυση αυτονόμηση της οικονομίας από τις ανθρώπινες ανάγκες, για τον χωρισμό και την αντίθεση κράτους και κοινωνίας, συνδικαλισμού και εργατικών αιτημάτων, εκπαίδευσης και μορφωτικής (μορφοποιού) παιδαγωγίας. Για την εκφυλιστική θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος.

Σε όλη αυτήν την πολύπτυχη ανησυχία για την παρακμιακή κατρακύλα του Ελληνισμού, ο σεβαστός Πρόεδρος της Δημοκρατίας αντιτάσσει αξιωματικά την αισιοδοξία του. Ετσι μοιάζει να συντάσσεται μεροληπτικά με τη συντεχνιακή κάστα των επαγγελματιών της πολιτικής που προγραμματικά «αισιοδοξούν» μόνο για να διαφημίζουν εντυπώσεις δήθεν επιτυχιών και ψευδαισθήσεις κατορθωμάτων. Βέβαια, είναι γέννημα και θρέμμα αυτής της συντεχνίας ο σημερινός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και της οφείλει απολύτως την (ερήμην του λαού και των κριτηρίων του κοινωνικού σώματος) ανάρρηση και παραμονή του, επί δέκα χρόνια, στην κορυφή των αξιωμάτων και των «εγγυτάτω του θείου περί τας τιμάς ηδονών». Αλλά δεν παύει ο συνταγματικά καθορισμένος ρόλος του να είναι υπερκομματικός: υπεράνω της επαγγελματικής πολιτικής.

Από την ίδια πολιτική παράταξη και νοοτροπία προέρχονται τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και η δήμαρχος των Αθηναίων. Παράταξη που επιμένει να βλέπει την πολιτική μόνο διαχειριστικά, δίχως όραμα για την κοινωνία και την πατρίδα, δίχως στόχο και πείσμα για την αναχαίτιση της παρακμής. Ομως, αυτήν την παράταξη υποχρεώνεται τώρα να ψηφίσει κάθε πολίτης που σώζει ευαισθησίες ελευθερίας, δημοκρατίας, κράτους δικαίου. Είναι ο μόνος τρόπος αντίστασης στην πανικόβλητη σπουδή του «ξένου παράγοντα» να διατηρήσει οπωσδήποτε στην εξουσία, με αλλαγές βιτρίνας -έστω και με αποθέωση της ασημαντότητας- τη φενάκη του «εκσυγχρονισμού».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή