Δεν γελά ο μωρός

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ιστορείται ότι, όταν ο Αμερικανός ποινικολόγος Κλάρενς Ντάροου είχε -στη «δίκη των πιθήκων» για τη νομιμότητα της διδασκαλίας του Δαρβίνου- σατιρίσει ένα χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, με αποτέλεσμα να οργισθεί ο εισαγγελέας και να τον παρατηρήσει ο δικαστής, ο μεγάλος δικηγόρος είχε απαντήσει: «Κύριε πρόεδρε, αν χάσει κανείς τη δύναμη να γελάει, χάνει τη δύναμη να βλέπει καθαρά τα πράγματα».

«Μια στάση εδώ», που θα έλεγε και ο Μητροπάνος. Αν στη ρήση του Ντάροου προσθέσει κανείς το απόσταγμα της βρετανικής σοφίας «να φοβάσαι τον άνθρωπο που δεν πίνει», αντιλαμβάνεται πόσο δικαιολογημένη είναι η επιφυλακτική στάση απέναντι στον πρόεδρο Μπους: δύναμη να γελάει δεν φαίνεται να διέθετε ποτέ ιδιαίτερη και, αν διέθετε, μάλλον την έχει χάσει (πρέπει, βέβαια, να του αναγνωρίσουμε ότι στην πολιτική αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση), κατά δε δική του δήλωση έκοψε από χρόνια τα δύο Μπέρμπον που έπινε κάθε βράδυ.

Μετά ταύτα επιστροφή στον Ντάροου. Το γέλιο ως αναγκαία προϋπόθεση, για να μπορεί να δει κανείς τα πράγματα με κάποια καθαρότητα… Δεν είναι παράδοξο. Το χιούμορ βασίζεται πάντοτε στον σαρκασμό -και σαρκασμός δεν υπάρχει, αν δεν κρύβει κάποιον αυτοσαρκασμό. Οι πνευματώδεις βρετανικές ατάκες, ορισμένες των οποίων οδηγούν την «τέχνη» σε επίπεδο αριστουργήματος, είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ίχνη αυτοσαρκασμού βρίσκονται όμως σε κάθε χιούμορ, ακόμη και σε αυτές τις «χοντροκοπιές» που κατ’ εξακολούθησιν ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι άντρες (πυροδοτώντας τη συνήθη γυναικεία απορία «μα πάλι αυτό το ίδιο «αστείο»;»). Δεν είναι παράξενη η σύνδεση. O σαρκασμός είναι «γελοιοποίηση» ιδιοτήτων και πραγμάτων που προβάλλονται ως σοβαρά. H διαβρωτική του διάσταση για το προβαλλόμενο ως σοβαρό είναι σχεδόν πάντα εντονότερη από τη μομφή προς κάποιο άλλο πρόσωπο. Και όποιος αποκαθηλώνει τα «σοβαρά» για τους άλλους, συνήθως έχει αρχίσει τη διαδικασία από τον εαυτό του. Οσοι πιστεύουν πολύ στη σοβαρότητά τους, σπάνια σαρκάζουν τους άλλους? συνήθως απλώς τους… βρίζουν. Αν, π.χ., ένας πολιτικός πει για τον «σφιχτό» αντίπαλό του «συνιστώ λαξατόλ», έχει οπωσδήποτε σαρκάσει τη σοβαροφάνεια και στον εαυτό του. Αν πει «ο λαός μας με τη σοφία του βλέπει την ανευθυνότητα και θα την τιμωρήσει», μάλλον χρειάζεται λαξατόλ ο ίδιος.

Ελλειψη γέλιου, έλλειψη ευθυκρισίας. Βρετανή φοιτήτρια, διαβάσαμε στην «K», συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Μαϊάμι, γιατί την ώρα που η χειραποσκευή της περνούσε από τον ανιχνευτή είπε στον υπάλληλο «προσέξτε, έχω τρεις βόμβες εκεί μέσα». O υπάλληλος δεν απάντησε «μην ανησυχείτε μαντάμ, θα τις έβρισκα ούτως ή άλλως». Δεν απάντησε καν «αυτό δεν είναι αστείο στη χώρα που έγινε η 11η Σεπτεμβρίου» ή κάτι τέτοιο. Σήμανε συναγερμό, έγινε χάος, η φοιτήτρια βρέθηκε με χειροπέδες και προσήχθη σε δικαστή. Μάλλον επιεικής αυτός, την άφησε ελεύθερη με 5.000 δολάρια εγγύηση. Γι’ αυτό της το σχόλιο, όμως, απειλείται με… 15 χρόνια κάθειρξη.

Ξέρω ότι μπορεί να διαφωνήσετε, προσωπικά όμως πιστεύω ότι μόνον η συστηματική επιβολή ενός δημοσίου ύφους στερημένου από χιούμορ μας κάνει να βλέπουμε αυτό το περιστατικό ως εύλογο. Σε μία αληθινά σοβαρή -και αληθινά φιλελεύθερη- κοινωνία, θα είχε απολυθεί λόγω βλακείας ο υπάλληλος του αεροδρομίου -και ενδεχομένως λόγω αυταρχισμού ο εισαγγελέας που άσκησε δίωξη για τέτοια οφθαλμοφανή περίπτωση (άλλο θέμα η τηλεφωνική φάρσα, που εύλογα προκαλεί πανικό και αναστάτωση). Σε μια αληθινά σοβαρή κοινωνία, η οποία δεν θα εξαιρούσε κανένα ζήτημα από την απογυμνωτική κριτική ματιά που προσφέρει ο σαρκασμός, θα ήταν δυσκολότερο να χαθεί η αίσθηση του μέτρου -είτε πρόκειται για το πολύ σοβαρό ζήτημα πόσο αυταρχικές διατάξεις όντως απαιτούνται για να αποφευχθεί μία νέα σφαγή όπως εκείνη της 11ης Σεπτεμβρίου, είτε για την απλώς γελοία εικόνα ορισμένων δημοσίων εμφανίσεων των πολιτικών ανδρών «κοντά στον λαό».

Η σοβαροφάνεια μας εμποδίζει να βλέπουμε καθαρά τα πράγματα. Τόσο που, αν εφαρμόσει κανείς τα… ρωμαϊκά διδάγματα (ένοχος είναι αυτός που ωφελείται), μπαίνει στον πειρασμό να σκεφθεί μήπως η σοβαροφάνεια δεν είναι τυχαία? μήπως η επιβολή της επιδιώκεται, ακριβώς για να εμποδίζεται η αιρετική ματιά. Αυτή, βέβαια, είναι η αισιόδοξη εκδοχή, στην οποία φταίει κάποιος άλλος. Υπό την απαισιόδοξη… φταίμε εμείς. Ισως και κατ’ αντιστροφήν της ρήσης του Ντάροου: επειδή έχουμε χάσει τη δύναμη να βλέπουμε τα πράγματα καθαρά, χάνουμε τη δύναμη να γελάμε μ’ αυτά. Και ο υπάλληλος του αεροδρομίου του Μαϊάμι μας έρχεται γάντι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή