Κυπριακό: η ώρα της κρίσεως

7' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H ώρα των κρίσιμων αποφάσεων για το μεγάλο εθνικό μας θέμα, το Κυπριακό, δεν φαίνεται να είναι μακριά. H Τουρκία είναι υποχρεωμένη ώς την 1η Μαΐου να δώσει σαφή δείγματα βούλησης για ειλικρινή διαπραγμάτευση και ώς τον Δεκέμβριο να κάνει πράξη τη βούλησή της, να συναινέσει σε μια λύση λειτουργική και βιώσιμη βάσει του σχεδίου Ανάν. Το σχέδιο αυτό, που προωθείται με ζήλο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κάθε άλλο παρά αποδοκιμάζεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα τεθεί με ασφυκτικές πιέσεις «υπό διαπραγμάτευση». Και η λήψη δύσκολων και -σε κάθε περίπτωση- οδυνηρών αποφάσεων θα καταστεί αναπόφευκτη.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι πόσο οδυνηρές θα είναι οι αναπόφευκτες αυτές αποφάσεις, πόσο λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρές μπορούμε να τις καταστήσουμε με τις δικές μας ορθές ενέργειες, ή αντίθετα, με τα λάθη και τις παραλείψεις μας. Και τα δικά μας λάθη βάρυναν έως τώρα όχι λίγο για να βρισκόμαστε σήμερα στη δυσάρεστη θέση να οδεύουμε αναπόφευκτα προς λύση βάσει ενός σχεδίου που απέχει παρασάγγας πολλές από τις αρχές του διεθνούς δικαίου και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, στο οποίο προσβλέπαμε με ελπίδες πολλές πορευόμενοι προς την Ενωμένη Ευρώπη.

Δεν ωφελεί στη φάση αυτήν η αναδρομή σε λάθη παλαιά των οποίων τα οδυνηρά αποτελέσματα έχουν ήδη παγιωθεί αμετάκλητα. Μπορεί όμως να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη η κριτική αναφορά στην πρόσφατη στάση της δικής μας πλευράς απέναντι στο σχέδιο Ανάν, το οποίο, αναπόφευκτα όντως, έγινε δεκτό τόσο από κυπριακής όσο και από ελλαδικής πλευράς ως «βάση διαπραγμάτευσης» και το οποίο θα τεθεί πιθανότατα στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων ως «βάση λύσης», όταν αρχίσουν οι σχετικές συνομιλίες. Γιατί, αυτήν τη φορά, δεν μπορούμε να προσδοκάμε να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση η αδιαλλαξία του Ντενκτάς και της Αγκυρας. O κίνδυνος, αντίθετα, να εξαργυρώσει η τουρκική πλευρά την έως τώρα αδιαλλαξία της με νέες ευνοϊκές γι’ αυτούς ρυθμίσεις είναι μεγάλος.

Εξηγούμαι απλά:

α) H τακτική της τουρκικής πλευράς (του Ντενκτάς και της Αγκυρας) όλα αυτά τα χρόνια (και πιο παλιά: βοά περί τούτου η στάση τους στην εφαρμογή των προνοιών της Συνθήκης της Λωζάννης και κυρίως η τύχη του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου) ήταν πασιφανής: Να «συνομιλεί», να «δέχεται συμβιβαστικά λύσεις» (όπως τις συμφωνίες κορυφής Μακαρίου – Ντενκτάς και Κυπριανού – Ντενκτάς, ή την περιβόητη Τρίτη Βιέννης), να θεωρεί ως δεδομένες τις εκάστοτε δικές μας υποχωρήσεις και να απαιτεί νέες στους επόμενους γύρους συνομιλιών, αρνούμενη στο μεταξύ να εφαρμόσει ό,τι είχε δεσμευτεί να πράξει (γνωστή είναι η τραγική τύχη των εγκλωβισμένων της Καρπασίας). Επρεπε, λοιπόν, να ήταν αναμενόμενη η στάση της τουρκικής πλευράς.

β) Γνωρίζαμε (ή έπρεπε να γνωρίζουμε) καλά ότι οι ξένοι «μεσολαβητές», με τη στήριξη των ισχυρών της γης και με κύρια κριτήρια έξω από το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο (και βέβαια όχι με προθέσεις φιλελληνικές), καλούνταν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στις δικές μας θέσεις, όπως είχαν διαμορφωθεί μετά τις διαδοχικές οδυνηρές υποχωρήσεις μας χάριν συμβιβασμού, και τις όλο και πιο αδιάλλακτες τουρκικές απαιτήσεις.

Ηταν (ή έπρεπε να είναι), επομένως, αναμενόμενη η στάση της τουρκικής πλευράς: έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το σχέδιο Ανάν κακό και απαράδεκτο (γι’ αυτούς!) και ας παραχωρούσε στην τουρκοκυπριακή μειονότητα (του 18% περίπου) προνόμια έξω από κάθε έννοια δικαίου και κατά παράβαση των δημοκρατικών αρχών. Αντεξαν στις ποικίλες διεθνείς πιέσεις. Απέρριψαν πεισματικά και την αναθεωρημένη μορφή του σχεδίου Ανάν, και ας ικανοποιούσε σε σημαντικό βαθμό βασικές απαιτήσεις τους. Και συνέχισαν να απαιτούν περισσότερα.

Η δική μας πλευρά, όντας σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση μετά το 1974 και με έντονο τώρα το φόβο για αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου (μην ξεχνάμε, όμως, πως η υποβολή της αίτησης ένταξης το 1991 και η συστηματική προώθησή της από τις κυβερνήσεις και τον πολιτικό κόσμο εν γένει της Ελλάδος και της Κύπρου, δεν είχε ως κύριο κίνητρο λόγους οικονομικούς αλλά την εξασφάλιση μιας καλύτερης λύσης του εθνικού μας θέματος και μιας ασφαλέστερης πορείας στο μέλλον), αξιολογώντας σωστά τις διεθνείς συγκυρίες, ορθώς έσπευσε να αποδεχθεί το σχέδιο Ανάν ως βάση διαπραγμάτευσης. Δεν μπόρεσε, όμως, να επιβάλει ουσιαστική διαπραγμάτευση. Κάποιοι δεν πίστεψαν σ’ αυτήν. Κάποιοι άλλοι, δυστυχώς, φάνηκαν να διακατέχονται από τη βιασύνη «να τελειώνουμε με το Κυπριακό». Κάποιοι, κυρίως, φάνηκαν να μη συνειδητοποιούν πόσο επιβλαβής κινδύνευε να αποβεί η προς τα έξω εντύπωση πως η δική μας πλευρά ήταν ικανοποιημένη από το σχέδιο και διατεθειμένη, αν αυτό απαιτηθεί, να προβεί σε περαιτέρω υποχωρήσεις για την επίτευξη λύσης.

Ετσι, από τις πρώτες κιόλας ώρες μετά την επίδοση του σχεδίου Ανάν, ενώ στη Λευκωσία ο πρόεδρος κ. Κληρίδης στις επίμονες ερωτήσεις δημοσιογράφων αν είναι καλό το σχέδιο, απαντούσε ορθότατα ότι δεν είναι δυνατόν να σχολιάσει ένα τόσο εκτεταμένο και δύσκολο σχέδιο που μόλις πήρε στα χέρια του, στην Αθήνα το σχέδιο χαρακτηριζόταν απερίφραστα ιστορική ευκαιρία και δινόταν έκδηλα η εντύπωση πως δεν θεωρούνταν κακό. Και έσπευσαν πολλοί, αρμόδιοι και αναρμόδιοι, να το χαρακτηρίσουν απερίφραστα καλό (όχι λίγοι, μάλιστα, σαν το πιο καλό που θα μπορούσαμε να έχουμε). Ακούστηκε ακόμα συχνά το αστείο επιχείρημα πως, «αφού ο Ντενκτάς το απορρίπτει χαρακτηρίζοντάς το κακό γι’ αυτούς, άρα είναι καλό για μας»! Μεθοδεύτηκε συστηματικά ο αποκλεισμός και λοιδορισμός κάθε αντίθετης άποψης. Οσοι πρόβαλλαν αντιρρήσεις αποκαλούνταν τουλάχιστον άφρονες, και μάλιστα όχι μόνο από ανεπίσημα χείλη (δεν αναφέρομαι βέβαια σε ακραίες απόψεις για προδοσίες κ.τ.τ., αλλά σε εκείνους κυρίως που με επιχειρήματα μιλούσαν για αρνητικές διατάξεις που έπρεπε να επιδιωχθεί επίμονα η απάλειψη ή η βελτίωσή τους). Λοιδορήθηκε ακόμα και το επιχείρημα πως η αναμενόμενη ένταξη της Κύπρου στην E.E. θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική μας θέση, και δεν πρέπει να την υπονομεύσουμε εκ των προτέρων. Αγνοήθηκε, με άλλα λόγια, το ότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον της τελικής απόφασης για το οδυνηρό ναι ή το πιο οδυνηρό ίσως όχι, αλλά στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, στο οποίο οι εύλογες αντιδράσεις μπορούσαν να αποβούν ισχυρό ή απλώς θετικό διαπραγματευτικό επιχείρημα και, αντίθετα, η εντύπωση ικανοποίησης να ωθήσει τους μεσολαβούντες στην περαιτέρω ικανοποίηση του Ντενκτάς, για να επιτευχθεί αμέσως η επίμονα επιδιωκόμενη λύση. (Μην ξεχνάμε και τις γνωστές υπέρ της Συνομοσπονδίας γραπτές τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών, πριν ακόμα κατατεθεί το σχέδιο λύσης, όταν η δική μας πλευρά, επισήμως τουλάχιστον, επέμενε δικαίως στην ομοσπονδιακή λύση. Κι ότι, ακριβώς, το Σχέδιο Ανάν έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την προσπάθεια συγκερασμού στοιχείων Ομοσπονδίας, που υποστήριζε η δική μας πλευρά, και Συνομοσπονδίας που απαιτούσε η τουρκική πλευρά.)

Το αποτέλεσμα, κι ας μη θέλουν κάποιοι να το δουν, είναι γνωστό: Το αναθεωρημένο τον Φεβρουάριο του 2003 Σχέδιο Ανάν περιείχε κάποιες ασήμαντες για μας βελτιώσεις, σε θέματα κυρίως λειτουργικότητας και ουσιαστική ικανοποίηση τουρκικών απαιτήσεων σε σημαντικούς τομείς. Κι όμως, το μήνυμα λίγοι μόνο πάλι το πήραν κι όταν ακόμα ο Ντενκτάς συνέχισε την ίδια αδιάλλακτη στάση. Ακούστηκαν και γράφτηκαν και πάλι πολλά απαράδεκτα, ακόμη και ότι η πρόνοια του αναθεωρημένου Σχεδίου να μπορούν οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες τα πρώτα τέσσερα χρόνια -αντί επιστροφής στις πατρογονικές εστίες- να διανυκτερεύουν τρεις ημέρες την εβδομάδα στην τουρκοκρατούμενη περιοχή, ήταν θετική για μας! Και φυσικά, δεν διερωτήθηκε κανείς από τους υποστηρικτές της άποψης αυτής πού θα διανυκτέρευαν οι πρόσφυγες αυτοί, αφού τα παρανόμως κατεχόμενα σπίτια τους δεν τους επιστρέφονται (σε ξενοδοχεία;) και γιατί, αφού -κατά τις πρόνοιες του ίδιου του Σχεδίου- ούτε τους επιστρέφονται οι περιουσίες τους κι ούτε θα μπορούν, έστω, να τις εκμεταλλεύονται! Δεν επακολούθησε νέα αναθεώρηση του Σχεδίου για να πανηγυρίσουν ενδεχομένως κάποιοι επέκταση του «προνομίου» αυτού σε όλες τις μέρες της εβδομάδας! Επακολούθησαν, αντίθετα, έντονες προτροπές ή και πιέσεις, κι όχι μόνο από ξένους, στον πρόεδρο κ. Κληρίδη να υπογράψει μονομερώς στην Κοπεγχάγη (και υστερότερα) το αναθεωρημένο Σχέδιο Ανάν, ως έχει.

Πολλοί απ’ όλους αυτούς ακούστηκαν κατόπιν εορτής, γι’ άλλους τώρα λόγους, να προβάλουν με υπερηφάνεια το επιχείρημα που τόσο απερίσκεπτα λοιδορούσαν, ότι τώρα, μετά την επιτυχία της ένταξης της Κύπρου στην E.E., η διαπραγματευτική μας θέση έχει καταστεί ισχυρότερη. Κι ασφαλώς δεν τολμούν να διερωτηθούν σε τι θα μας ωφελούσε η πιο ισχυρή μας θέση αν ο πρόεδρος Κληρίδης είχε υποκύψει και είχε υπογράψει μονομερώς, ποια μέση λύση θα υιοθετούσαν και θα προσπαθούσαν να μας επιβάλουν οι μεσολαβούντες σ’ αυτήν την περίπτωση: Μήπως κάπου ανάμεσα στις πρόνοιες του Σχεδίου που εμείς θα είχαμε δεχθεί, σαν μη απαράδεκτο και στις απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς, που συνέχισε να το θεωρεί απαράδεκτο; Πόσοι, αλήθεια, δείχνουν να θυμούνται όλα τούτα και να έχουν διδαχθεί από αυτά; Πόσοι θυμούνται πως πολλοί εδώ έσπευδαν να χαρακτηρίσουν «αδιάλλακτο», με προφανείς κινδύνους, τον νυν πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Παπαδόπουλο (κι όχι μόνο προεκλογικά); Και ποιοι απ’ όλους αυτούς θα έχουν, αλήθεια, δικαίωμα να διεκδικήσουν επάξια μερίδιο της επιτυχίας, αν η τελική λύση είναι πιο λειτουργική και πιο δίκαιη, και βιώσιμη; Δέστε ποιοι πανηγύρισαν πρόωρα και πανηγυρίζουν άμετρα, ποιοι υποστηρίζουν πως όλα έχουν καλώς, ποιοι δεν κάνουν αυτοκριτική εποικοδομητική.

Επίκειται νέος -και πιθανώς τελευταίος- κύκλος διαπραγματεύσεων. Οσο θα συνεχίζονται οι συνομιλίες, ο καθένας έχει την ευθύνη να αγωνιστεί, από τη δική του θέση και κατά δύναμη, ώστε η τελική λύση να είναι όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, όσο γίνεται πιο δημοκρατική, με σεβασμό στις βασικές ελευθερίες και στα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των νόμιμων κατοίκων της Κύπρου (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών και Αρμενίων και Λατίνων), ασφαλώς λειτουργική και βιώσιμη. Την τελική άποψή του πρέπει να τη διατυπώσει ο καθένας και να ασκήσει την όποια επιρροή του για την αποδοχή ή την απόρριψη της προτεινόμενης λύσης, όταν θα κλείσει οριστικά ο κύκλος των επικείμενων διαπραγματεύσεων και θα έχουμε ενώπιόν μας το τελικό κείμενο του σχεδίου λύσης. Και τότε όλοι θα κρίνουν και θα κριθούν ανάλογα.

(1) O κ. Ανδρέας I. Βοσκός είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή