Κυπριακό και ελληνοτουρκικά: η ευκαιρία του 2004

Κυπριακό και ελληνοτουρκικά: η ευκαιρία του 2004

4' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις προάλλες είχα μια συζήτηση/συνέντευξη με δύο Τούρκους δημοσιογράφους. Με ρώτησαν για τις εκλογές που έρχονται, για το Κυπριακό και για το Αιγαίο. Τους απάντησα περίπου ως εξής: η Ελλάδα (αλλά και η Τουρκία) είναι τυχερή, διότι, ασχέτως με την έκβαση των εκλογών της 7ης Μαρτίου, θα υπάρξει συνέχεια στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Τα δύο μεγάλα κόμματα, καθώς και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, στηρίζουν τη στρατηγική επιλογή που ενθαρρύνει την Τουρκία να προχωρήσει στον δρόμο της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, υπό την αίρεση ότι πληροί τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και συμβάλλει αποφασιστικά στη λύση του Κυπριακού (με βάση το σχέδιο Ανάν) και της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτησή της). H πρόβλεψή μου, συνέχισα, είναι ότι μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου δεν αναμένω την ανακοίνωση τελικών συμφωνιών, διότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν θα ήθελε να εμφανιστεί ότι παρεμβαίνει στην εκλογική μας αναμέτρηση πριμοδοτώντας την κυβερνητική παράταξη με μια ιστορικής σημασίας επιτυχία. Μετά τις εκλογές, όμως, είτε έχουμε κυβέρνηση Καραμανλή είτε κυβέρνηση Παπανδρέου, θα πρέπει να λειτουργήσει η διπλωματική μηχανή όλων των ενδιαφερομένων με κυριολεκτικά φρενήρεις ρυθμούς. Επιθυμώ διακαώς, τους είπα, να δω τις διακοινοτικές συνομιλίες στην Κύπρο να καταλήγουν εγκαίρως σε μια αμοιβαία εκδοχή του σχεδίου Ανάν. Αλλά ο χρόνος μέχρι την 1η Μαΐου και την ένταξη της κυπριακής δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι ελάχιστος για να αποκρυσταλλωθεί η λύση, να διενεργηθούν ταυτόχρονα δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες και να ενταχθεί μια επανενωμένη Κύπρος στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Εξάλλου, πρόσθεσα, η Λευκωσία και η Αγκυρα -για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια- θα προτιμούσαν να βρεθεί η λύση στο μεσοδιάστημα Μαΐου και Δεκεμβρίου του 2004: η Λευκωσία διότι θα είχε μετά την ένταξη αυξημένη διαπραγματευτική βαρύτητα έναντι των Τουρκοκυπρίων. Αλλά και η Αγκυρα, η οποία θα ήθελε, προφανώς, να συνδέσει την ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού (και των θεμάτων του Αιγαίου) με μια ρητή διαβεβαίωση ότι θα πάρει την πολυπόθητη ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Υποστήριξα ότι αν δεχθούμε την παραπάνω επιχειρηματολογία, η περίοδος Μαΐου – Δεκεμβρίου 2004 θα λάβει κρίσιμες διαστάσεις για την ειρήνη, την ανάπτυξη και την προκοπή της περιοχής μας. O χρόνος είναι πολύτιμος και δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Επομένως, πρέπει να αρχίσουν ή να επιταχυνθούν τρεις αλληλοτροφοδοτούμενες διαπραγματευτικές διαδικασίες: η πρώτη -με δεδομένη πλέον και τη βούληση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Αγκυρας- αφορά την άμεση επανέναρξη διακοινοτικών συνομιλιών στην Κύπρο, πάντοτε με πυξίδα το εξελισσόμενο σχέδιο Ανάν. H δεύτερη διαπραγμάτευση συνεπάγεται την ενεργοποίηση των διερευνητικών συνομιλιών των δύο υπουργείων Εξωτερικών για την τόσο αναγκαία προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης περί του θέματος της υφαλοκρηπίδας. H τρίτη, ίσως άτυπη αλλά απαραίτητη, διαπραγμάτευση θα πρέπει εκ των πραγμάτων να είναι ευρω-τουρκική. H κυβέρνηση Ερντογάν -ή οποιοδήποτε άλλο τουρκικό σχήμα διακυβέρνησης- δεν μπορεί να εμφανίζεται ότι υποχωρεί (κατά τη γνώμη της) στο Αιγαίο και στην Κύπρο χωρίς να πάρει ως αντάλλαγμα την ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στο συμβούλιο κορυφής των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2004. Συμπερασματικά, αποφεύγοντας την επίσημη διασύνδεση των τριών κύκλων διαπραγμάτευσης, είναι ηλίου φαεινότερον ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση θα εξελιχθεί σε ιστορική λύση αν έχουμε μέσα στο 2004 τη λύση του Κυπριακού, τη δικαστική προσφυγή για το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και την κοινοτική απόδοση της «ημερομηνίας» στην Τουρκία.

Συνέχισα τη συζήτησή μου με τους Τούρκους δημοσιογράφους με παρατηρήσεις και προειδοποιήσεις: τους επισήμανα ότι αν δεν έχει βρεθεί λύση στο Κυπριακό μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004, θα είναι αδύνατον για τις κυβερνήσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας, σε μια Ευρώπη των 25, να συναινέσουν στην έναρξη ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων, εφόσον συνεχίζεται η κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Και φυσικά, πρόσθεσα, συντηρητικοί κύκλοι στη Γερμανία και αλλού θα ικανοποιηθούν με την επιστροφή σε ένα καθεστώς όπου η Ελλάδα και η Κύπρος θα φορτωθούν την «ευθύνη» για το πάγωμα της τουρκικής υποψηφιότητας. Επίσης, πρέπει να γίνει αντιληπτό και από την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι μια άκρως ανυποχώρητη διαπραγματευτική στάση ως προς τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν μπορεί να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των ευρωσκεπτικιστών μέσα στην ίδια την Τουρκία. Οι Τούρκοι ευρωσκεπτικιστές εκπροσωπούν κυρίως παραδοσιακούς κύκλους του παλαιοκεμαλικού βαθέος κράτους. Είναι δυνάμεις που θεωρούν ότι η Ευρώπη, ούτως ή άλλως, δεν θέλει να δει την Τουρκία στους κόλπους της. Προτιμούν μια Τουρκία παραδοσιακού τύπου, η οποία απολαμβάνει «ειδικές σχέσεις» με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, που παίζει τον ρόλο του στρατηγικού εταίρου/τοποτηρητή της Δύσης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Εκλεισα τη συζήτηση με τους δημοσιογράφους της γείτονος αναφερόμενος στις ευρωαμερικανικές σχέσεις και στον ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή μας. Τους είπα ότι πρέπει να ευχόμαστε και να εργαζόμαστε για την πλήρη εξομάλυνση των διαφωνιών που ανέκυψαν στις δύο πλευρές του Ατλαντικού με αφορμή τον αμφιλεγόμενο πόλεμο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ. H λογική υπαγορεύει, τόνισα, ότι σε περιόδους έντασης των ευρωαμερικανικών σχέσεων η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να θεωρήσει τα ελληνοτουρκικά προβλήματα και το Κυπριακό ως την αχίλλειο πτέρνα μιας ανταγωνιστικής (αν όχι αντιαμερικανικής) Ευρώπης!

Οι Τούρκοι δημοσιογράφοι με ευχαρίστησαν και έφυγαν προβληματισμένοι. Εμεινα μόνος με τις σκέψεις μου. Ξαναθυμήθηκα τις λεπτομέρειες και τις διακυμάνσεις των ταραγμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων των τελευταίων πενήντα ετών. Στο επίκεντρο της έντασης υπήρξε πάντοτε το Κυπριακό. Εχουμε σήμερα μια λαμπρή ευκαιρία να το ξεπεράσουμε. Αρκεί εμείς και η άλλη πλευρά να αντιληφθούμε ότι η διαιώνιση της έντασης θα αποδειχθεί άκρως επιζήμια και για τους δυο μας.

(1) O Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή