Με πλήρη αυτοδιοίκηση

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H διαμάχη για το αν πρέπει τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (AEI – τώρα άλλωστε όλα ονομάζονται και πανεπιστήμια) να είναι δημόσια ή ιδιωτικά είναι προορισμένη να συνεχίζεται χωρίς τελειωμό. Γιατί πάντα μπορεί κανείς να υποστηρίζει ότι η παροχή της ανώτατης παιδείας είναι λειτουργία τόσο σημαντική για τις πνευματικές επενδύσεις ενός λαού και για την κοινωνική δικαιοσύνη, ώστε πρέπει να εξασφαλίζεται από το κράτος κι όχι να παραχωρείται σε ιδιώτες επιχειρηματίες, έστω μεταμφιεσμένους σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Αλλά και πάντα μπορεί κανείς να λέει ότι όταν το κράτος αποδείχνεται ανίκανο να εξασφαλίσει ανώτατη παιδεία σε επαρκή ποιότητα και ποσότητα, οφείλει να δέχεται την προσφορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και σ’ αυτόν τον τομέα όπως με επιτυχία γίνεται σε πολλούς άλλους.

Η τοποθέτηση του Ελληνα συνταγματικού νομοθέτη στο θέμα αυτό είναι σαφής και παραμένει αμετάβλητη μέσα από όλες τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος, παλαιές και πρόσφατες: η ανώτατη παιδεία στον τόπο μας παρέχεται μόνο από ιδρύματα δημοσίου δικαίου (άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος). Οι προσπάθειες καταστρατήγησης αυτής της διάταξης είναι άπειρες (π.χ. με σχολές που καλύπτονται από κάποια διαφορετική ονομασία, αλλά καταλήγει να δίνουν πτυχία που διεκδικούν ισοδυναμία ή με σχολές που εμφανίζονται ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, είτε προβλέπουν κάποια περάτωση των σπουδών στο εξωτερικό είτε και όχι). H καταπολέμηση αυτών των καταστρατηγήσεων είναι συχνά δύσκολη και το κράτος συχνά αναγκάζεται (ή προτιμάει;) να κλείνει τα μάτια.

Το τοπίο μπορεί να αλλάξει με την παρέμβαση οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ηδη, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε (σε υπόθεση κατά της Ιταλίας) ότι είναι αντίθετη με το κοινοτικό δίκαιο η έμμεση παρεμπόδιση της λειτουργίας ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων που γίνεται με τη μη αναγνώριση των πτυχίων του. Και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να δεχθεί ψήφισμα με σύσταση προς την ίδια κατεύθυνση. Μπορεί και οι δύο αυτές ευρωπαϊκές ενέργειες να μην έχουν άμεση δεσμευτικότητα για τον τόπο μας, ίσως και να ανατραπούν στο μέλλον, πάντως φανερό είναι ότι δρομολογούν εξελίξεις που πρέπει από τώρα να μας προβληματίσουν. Γιατί από μια απαγόρευση που δεν μπορεί να τηρηθεί ίσως είναι καλύτερη μια ρύθμιση που θα επέτρεπε μεν αλλά με όσο γίνεται μεγαλύτερη αυστηρότητα προϋποθέσεων.

Αυτοδιοίκηση και χρηματοδότηση

Εκείνο που δεν πρέπει να παραβλέπεται είναι ότι η καθιέρωση, από το Σύνταγμα, του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης παιδείας συνοδεύεται από δύο σπουδαίους όρους, συμπληρωματικούς αλλά, έως ένα βαθμό, και αντιθετικούς: από τη μια μεριά, τα ιδρύματα που παρέχουν την ανώτατη παιδεία είναι μεν δημοσίου δικαίου αλλά έχουν και «πλήρη αυτοδιοίκηση» και από την άλλη μεριά, το κράτος είναι υποχρεωμένο να τα χρηματοδοτεί (να τα «ενισχύει», λέει το Σύνταγμα). Με τον πρώτον όρο, ο συντακτικός νομοθέτης εκφράζει την εμπιστοσύνη του στην επιστημονική κοινότητα που, κατά τους νόμους, θα διοικήσει τα πανεπιστήμια, μακριά από τις παρεμβάσεις του κράτους. Με αυτήν την έννοια, η αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων είναι παρακολούθημα της ελευθερίας στη διδασκαλία και την έρευνα, που κι αυτή καθιερώνεται από το Σύνταγμα σε άλλη διάταξη (παρ. 1).

Εδώ επιβάλλεται μια παρένθεση που περιπλέκει το πρόβλημα και δεν ακολουθεί κάποιες δημαγωγικές τάσεις που έχουν πέραση στον καιρό μας: όταν το Σύνταγμα εμπιστευόταν τη διοίκηση των πανεπιστημίων σε κάποια πανεπιστημιακή κοινότητα, η κοινότητα αυτή ήταν οι καθηγητές που, με τα προσόντα τους και με τα κουσούρια τους, ακόμα καμιά φορά και με κάποιους πολιτικούς επηρεασμούς, ήταν πάντως απείρως λιγότερο κομματικοποιημένοι από τα σημερινά σώματα που εκλέγουν τους επικεφαλής των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Οπως ξέρουν πολύ καλά όσοι παροικούν τις πανεπιστημιακές Ιερουσαλήμ ή και λίγο πάρα έξω, σήμερα κανένας υψηλός πανεπιστημιακός αξιωματούχος δεν μπορεί να εκλεγεί χωρίς τις κομματικές ευλογίες – και όποιος το αμφισβητεί ας ζητήσει τους λογαριασμούς της σύνθεσης των εκλεκτορικών σωμάτων…

Ενίσχυση και έλεγχος

Οταν καθιερώθηκε ο συνταγματικός κανόνας της «πλήρους» αυτοδιοίκησης των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο κίνδυνος του επηρεασμού δεν προερχόταν από τα κόμματα, αλλά από το κράτος. H αυτοδιοίκηση εντασσόταν μάλιστα σε ένα διαφορετικό σύστημα χρηματοδότησης. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα συχνά είχαν κάποια δική τους περιουσία και ήταν κάποτε πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο πλουσίων που δώριζαν την περιουσία τους ή την άφηναν με διαθήκη σε κάποιο πανεπιστήμιο. Και έπειτα, σε παλαιότερες εποχές, οι φοιτητές και οι σπουδαστές πλήρωναν δίδακτρα μέχρι τη μάλλον υποκριτική καθιέρωση της «δωρεάν παιδείας» (για πλούσιους και φτωχούς, ικανούς και ανίκανους – οι υποτροφίες επέτρεπαν κάποιους διαφορισμούς). Ολα αυτά έδιναν στην πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση μια πρώτη οικονομική βάση.

Η βάση αυτή φαίνεται ότι ποτέ δεν έλυνε ικανοποιητικά το πρόβλημα της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και έπαψε τελείως να το λύνει όταν οι δωρεές περιορίσθηκαν και τα δίδακτρα καταργήθηκαν. O συντακτικός νομοθέτης το πρόβλεψε και γι’ αυτό καθιέρωσε, την υποχρέωση του κράτους να «ενισχύει» τα πανεπιστήμια. Αλλά αυτή η μέθοδος χρηματοδότησης, προπάντων όταν καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών ενός πανεπιστημίου, γίνεται θρυαλλίδα στα θεμέλια της αυτοδιοίκησής του. Πρώτον, γιατί είναι θεμιτό όταν κάποιος χρηματοδοτεί, να ελέγχει τη χρήση των πιστώσεων που παρέχει. Πέρα όμως από κάποιον έλεγχο (λογιστικό; νομιμότητας; σκοπιμότητας;) η χρηματοδότηση εύκολα μετατρέπεται σε μέθοδο επηρεασμού ή και ουσιαστικής διεύθυνσης που καταλύει την αυτοδιοίκηση: το κράτος μπορεί να αυξομοιώνει τις πιστώσεις ανάλογα με το αν ένα πανεπιστήμιο δέχεται ή όχι τις «κατευθύνσεις» που του χαράσσονται.

Εκτροπές της πραγματικότητας

Ακόμα κι αν σπανίως παίρνει τέτοιες μορφές εκβιασμού, η σημερινή πραγματικότητα εμφανίζει ένα μάλλον περιορισμένο υπόλοιπο αυτοδιοίκησης που αφήνει το κράτος στα πανεπιστήμια. Οσοι είναι ή διετέλεσαν πρυτάνεις θα έχουν πλήθος περιστατικών να διηγηθούν, σε βαθμό ανεκδότων, για έξυπνους χειρισμούς του υπουργείου Παιδείας που κατορθώνει με τη μέθοδο της έγκρισης των δαπανών ή του ελέγχου της νομιμότητας, ακόμα και με απλές καθυστερήσεις, να επηρεάζει τις αποφάσεις των αρμοδίων πανεπιστημιακών οργάνων σε πλείστα θέματα από τα οικοδομικά προγράμματα μέχρι την εκλογή διδακτικού προσωπικού. Ισως μάλιστα, κάποτε θα έπρεπε να γίνει μια τέτοια καταγραφή για να φανεί η πλήρης αυτοδιοίκηση στην πράξη…

Δεν υπάρχει τρόπος να κατοχυρώσει το Σύνταγμα ακόμα πιο ουσιαστικά τη διακηρυσσόμενη αυτοδιοίκηση διατηρώντας, βέβαια, και την υποχρέωση οικονομικής ενίσχυσης. Γιατί δεν θα ήταν δυνατόν να ορισθούν από τα πριν τα ποσά ή τα ποσοστά αυτής της ενίσχυσης ούτε, βέβαια, να καταργηθεί κάθε έλεγχος της νομιμότητας για τις πράξεις του αυτοδιοικούμενου ιδρύματος – τα παραδείγματα των παρανομιών των οργανισμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα αρκούσαν για να αποτρέψουν κάθε τέτοιο τόλμημα. Εκείνο που ζητείται είναι η περιφρούρηση κάποιας ισορροπίας, πάντοτε ασταθούς, ανάμεσα στην κρατική ευθύνη για την ύπαρξη και τη λειτουργία των πανεπιστημίων και την ελευθερία των κινήσεων -και ελευθερία περιεχομένου- που είναι προϋπόθεση της πνευματικής υπόστασης των πανεπιστημίων.

Τελικά, πρόκειται για ένα θέμα όχι τόσο θεσμικής κατοχύρωσης όσο πολιτικής ευαισθησίας: όλοι -και οι κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, και διδάσκοντες και διδασκόμενοι, και διαχειριζόμενοι και ελέγχοντες- έχουμε τις ευθύνες. Το θέμα είναι ότι ούτε τα πανεπιστήμια ούτε η κρατική μηχανή μπορούν να είναι καλύτερα από την κοινωνία που τα εκτρέφει και την οποία καθρεφτίζουν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή