Ζήσιμος Λορεντζάτος

4' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από δώδεκα μέρες, στις 3 του Φεβρουαρίου, πέρασε στην άγνωστη «αντίπερα όχθη» ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ενας μάστορας της γλώσσας μας, κριτικός της λογοτεχνίας και ποιητής. Μάστορας, όπως μιλάμε για τεχνίτες της πέτρας, τεχνίτες του ξύλου. Δεν τολμώ άλλον χαρακτηρισμό ή κρίση για τον άνδρα και το έργο του. Κάποια ανθρώπινα μεγέθη μετρούνται μόνο μακριά από τον σάλαγο της δημοσιότητας, στην αμεσότητα της προσωπικής αναμέτρησης μαζί τους. Θέλω μόνο, με αφορμή την εκδημία του και μέσα στο πανδαιμόνιο της προεκλογικής εξαχρείωσης λέξεων, εννοιών και (κυρίως) ανθρώπων, να μεταφέρω στην επιφυλλίδα μου σήμερα κάποια σπαράγματα του λόγου του, έτσι σαν απόηχο των μέτρων της δικής του κρίσης και ποιότητας.

«Συνεχίζουμε το όνομα ενός άνισου τόπου που υπάρχει πολύ περισσότερο στο χρόνο παρά στο χώρο, και γι’ αυτό η μοίρα μας δεν καταλαβαίνει τη μοίρα των λαών του χώρου, αλλά κλώθεται ολοένα τριγύρω στο άλυτο πρόβλημα των δύο διαστάσεων.

Είμαστε οι μνηστήρες του χρόνου και οι καταδικασμένοι του χώρου… Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε από την έκτασή μας. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θα πρέπει να συλλογιστούμε, μήπως μέσα στην εποχή που μπαίνουμε δεν μας απομένει άλλο εμπόρευμα από την πνευματική επίδοσή μας…».

«Παρακαταθήκη πολύτιμη το ανθρώπινο εκείνο είδος που θαρρείς πως ολοένα λιγοστεύει και πάει ή κοντεύει ολότελα να απολείψει και που το εκφράζει στη γλώσσα μας μια μόνο λέξη: «άντρας», περίπου αντίστοιχα όπως στα αρχαία ελληνικά το «καλός καγαθός». H λέξη σήμερα περιορίζεται απειλητικά στη στενότερη φυσιολογική σημασία της, αυτή που διαχωρίζει τα φύλα και στο ζωικό βασίλειο. Εχασε το πνευματικό βάθος ή την προοπτική της, καθώς και τον αξεδιάλυτο σύνδεσμό της με τις χαλκές πύλες του χαρακτήρα…

…Τα αναθεματισμένα τα γράμματα, βλέπετε, είναι δίκοπο μαχαίρι. Ολόκληρη η σταδιοδρομία πολλών από τους μεγαλοσχήματους ή επίσημους ακαδημαϊκούς προμαχώνες αλάθητα μας βεβαιώνει για τη μαύρη αλήθεια πως μια οποιαδήποτε διανοητική ή άλλη επίδοση, τέτοια που να εξασφαλίσει τους ανώτατους ακαδημαϊκούς τίτλους στον άνθρωπο, μπορεί με το αζημίωτο να συνοδεύεται από ένα μικρό ή απαθλιωμένο ψυχικό εσωτερικό, από ένα πλαστογράφημα του ανθρώπινου χαραχτήρα? δεν υπάρχει σε αυτό καμιά αντένδειξη. Και στην Ελλάδα οι χαραχτήρες σπάνια παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο. Δεν τους σηκώνει γενικά μήτε το βουνό μήτε η θάλασσα του δημόσιου βίου μας».

«Απευθύνομαι στους ανθρώπους που σέρνουν πίσω τους τη νεολαία, αλλά και γενικότερα στην πολιτικά τοποθετημένη intelligentsia (αριστερή και δεξιά), για να θυμίσω πως τον άνθρωπο τον υποτιμάμε όταν δεν τον αφήνομε να κρίνει για όλα μοναχός του, είτε νιος είναι είτε όχι πια νιος, και μοιάζει το λιγότερο αντιφατικό, αν όχι άλλο τίποτα πολύ χειρότερο, να θέλομε, από τη μια μεριά, να σταματήσομε την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» -ή να υπερασπιζόμαστε την καθαρεύουσα και την πατριδοκαπηλεία- και, από την άλλη, να υποτιμάμε τον άνθρωπο ή να μην τον βάζομε κυριολεχτικά απάνω από το κεφάλι μας, καθώς λέμε, όχι στα χαρτιά και στη θεωρία (στα διακοσμητικά άρθρα κάποιου ανεπίληπτου Συντάγματος, λόγου χάριν), αλλά στην αδιάψευστη καθημερινή πράξη. Και τον υποτιμάμε τον άνθρωπο, τουλάχιστον όσο και εκείνοι που τον εκμεταλλεύονται οικονομικά, όταν δεν τον αφήνομε να κρίνει για όλα μοναχός του – ελεύθερος. Τον υποτιμάμε όταν τον στριμώχνομε διανοητικά, όπως τα ζωντανά μέσα στο γρέκι».

«Εχουμε τις θεωρίες μας για δημοτικές και καθαρεύουσες γλώσσες και ένα μόνο δε καταλαβαίνουμε ή δε βλέπουμε: πως η ψεύτικη ζωή μας έκανε ψεύτικη και τη γλώσσα μας, και πως η αλήθεια δεν επιβάλλεται από τη γλώσσα στη ζωή, αλλά από τη ζωή στη γλώσσα. Με νομοθετικά διατάγματα δεν σώζεται η λαλιά των ανθρώπων. Θα πρέπει να ξαναζήσουμε αληθινά για να ξαναμιλήσουμε αληθινά…

Αν είναι να προκόψουμε σαν λαός, δεν θα μπορέσουμε να το κατορθώσουμε μακριά από την πίστη μας και τη γλώσσα μας. Μονάχα μέσα από αυτά τα δυο μπορεί να φυτρώσει κάτι αληθινό. Μονάχα μέσα από αυτά τα δυο σωθήκαμε ώς σήμερα και μονάχα μέσα από αυτά τα δυο θα σωθούμε αύριο. Δε σωθήκαμε από τους λόγιους. Οσο τα ψευτίζουμε τα δυο αυτά, τόσο απομακραίνουμε τη μέρα του λυτρωμού. Οποιος παραβαίνει τον νόμο της φυσικής συνέχειας ακρωτηριάζεται».

«Στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Εχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή τού σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχουμε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπουμε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση – να ζουν μοναχά οι ζωντανοί (και ας έχουν, καμιά φορά, μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα). Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μοναχά η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Εχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης.

Ολα τα ζητήματα, μεγάλα και μικρά, που μας βασανίζουν ή μας απασχολούν και μας τριβελίζουν το μυαλό, μέρα νύχτα, με το μικρό εκείνο ποσοστό της αλήθειας που μπορεί να περιέχει ο κόσμος -το απειροστά μικρό- πού μπορούν να καταλήξουν την κρίσιμη στιγμή για τον άνθρωπο; Και τι αφήνομε κατόπι μας; Οταν όλα τα αρμαθιάσεις μέσα σου και τα αποσώσεις -προφητεία, μυστήρια, γνώση, πίστη (ακόμα και την πίστη)- στο τέλος τι απομένει στον κόσμο αυτόν, άλλο από μια αγάπη; Τι απομένει;»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή