Οταν έλθη απ’ αυτού γράμμα, μας κάμνετε
και αρρωστούμεν.
Δοσίθεος Ιεροσολύμων.
Ενας Πατριάρχης Ιεροσολύμων ανεπιθύμητος στο παλαιστινιακό ποίμνιό του και στο μεγαλύτερο, ίσως, μέρος της Αγιοταφικής Αδελφότητας· καθαιρεμένος από την Πανορθόδοξο Σύνοδο· αρνείται ωστόσο να αποχωρήσει και διαπραγματεύεται την παραμονή του με τις κοσμικές εξουσίες της επικράτειάς του.
Στην κρίση παρεμβαίνουν όλοι: Ελληνες της Ελλάδας στη φιλοδοξία τους για επιρροή, μέσω της θρησκείας και του παρελθόντος, στα πράγματα της Εγγύς Ανατολής. Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι στην ελπίδα τους για χειραφέτηση από την ισραηλινή εξουσία και την πατριαρχική διοίκηση. Ισραηλινοί κυρίαρχοι στην πολιτική άσκησης της εξουσίας τους επί των εδαφών και των ανθρώπων της (αβέβαιης) επικράτειάς τους. Ιορδανοί και Σύροι εγγυητές στην ελπίδα μιας αναδιανομής. Οι ευλαβείς μιλούν ακόμη μια φορά για ηθική κρίση και η τηλεόραση έχει μερικά «σκάνδαλα» να κάνει τη δουλειά της.
Είναι που το παρελθόν διαρκεί πολύ και τα σύμβολα αποδεικνύονται δύσκολα στη διαχείρισή τους.
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων συνιστά ήδη, από θεσμική άποψη, μια ιστορική ιδιαιτερότητα αν όχι μια «ανωμαλία»: Η δικαιοδοσία του δεν έχει ως κύριο αντικείμενό της τη διοίκηση των πιστών του αλλά την προστασία ορισμένων συμβόλων, δηλαδή των Προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Η δικαιοδοσία του δεν ασκείται, άρα, στα όρια μιας γεωγραφικής διοίκησης αλλά σε συγκεκριμένους τόπους (εκκλησίες και μοναστήρια) που περικλείουν σύμβολα και όπου το Πατριαρχείο διαθέτει προνόμια πρωτοκαθεδρίας ή αποκλειστικότητας. Πρόκειται για τους τόπους που αναφέρονται ήδη -ακόμα και αν προστέθηκαν και άλλοι μεταγενέστερα- στον παλιό ορισμό του Ομάρ (637 μ.Χ.), του πρώτου μωαμεθανού κατακτητή: «Ο Καναμές (Ναός της Αναστάσεως), η εν Βηθλεέμ μεγάλη Εκκλησία της Γεννήσεως του Ιησού και το Σπήλαιον το έχον τρεις θύρας». Τα προνόμια πρωτοκαθεδρίας και αποκλειστικότητας που διαθέτει το Πατριαρχείο, σύμφωνα με τον ίδιο ορισμό, ασκούνται από τον Πατριάρχη πάνω σε κατοίκους που δεν είναι απαραίτητα μέλη του ποιμνίου του ή πάνω σε ξένους προσκυνητές που ανήκουν, συχνά, σε διαφορετικό δόγμα: «Και εις το να είνε τα λοιπά εκεί Χριστιανικά έθνη Νασάριδων, ήτοι Ναζωραίων, (οίον Ιβηρες και Χαμπέσοι) και εκείνοι οίτινες έρχονται χάριν προσκυνήσεως, Φράγκοι, Κόπται, Συριάνοι, Αρμένιοι, Νεστοριανοί, Ιακωβίται και Μαρωνίται υποκείμενοι και ακόλουθοι εις τον ρηθέντα Πατριάρχη και αυτός ίνα πρωτεύη και προηγήται αυτών».
Το παραπάνω σύστημα υπακούει σε μια λογική η οποία, αν και σε ισχύ ακόμα σήμερα, εξυπηρετούσε τις σχέσεις εξάρτησης κατακτητή και κατακτημένου: «Οταν γαρ ο υποτελής φυλάττη τα της υποτελείας καθήκοντα, πρέπει να έχει εμπιστοσύνην παρά τε ημών και παρά των μεθ’ ημάς ηγεμονευσάντων». Το περιθώριο να παύσει ο ηγεμών τον Πατριάρχη αλλά και να τον διατηρήσει εις πείσμα κάθε κανονικότητας, είναι ευρύ. ΟΌπως είναι, επίσης, ευρύ το περιθώριο για τον κατακτητή ή τους αξιωματούχους του να εκβιάζουν για την ανανέωση ή τη διατήρηση των προνομίων που παρέχουν: «Οι εξουσιασταί όμως της Ιερουσαλήμ μετά την εκούσιον των καλογήρων προσκύνησιν μη αρκούμενοι εις εκείνα, ζητούσιν βιαίως βοήθειαν ».
Η διατήρηση των προνομίων μετατρέπεται αυτόματα σε μια διαρκή διαδικασία αποπληρωμής υποχρεώσεων ή, σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής, σε μια διαδικασία πλειστηριασμού της διαχείρισης των προνομίων (ή μέρους τους) προς άλλους ενδιαφερόμενους. Καθώς οι Αγιοι Τόποι αποτελούν το κατεξοχήν σύμβολο όλων των χριστιανισμών, η διαχείρισή τους καθίσταται εξαιρετικά δαπανηρή για τη χριστιανική ομάδα που την αναλαμβάνει αλλά και επικερδής για τον κατακτητή που την διαθέτει. Καταλαβαίνουμε πολύ καλά πώς, για τη διατήρησή των προνομίων της, η Αγιοταφική Αδελφότητα χρειάστηκε να επιδοθεί, σχεδόν αποκλειστικά, στη συλλογή ελέους καθ’ όλη τη διάρκεια της νεότερης ιστορίας της. Οπως καταλαβαίνουμε εξίσου καλά πώς αυτό ή εκείνο το οικόπεδο, αυτή ή εκείνη η πόρτα ή το μέρος ενός ναού, ακριβοπληρωμένα προς τον κυρίαρχο, έγιναν συχνά αντικείμενο αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των επίδοξων διαχειριστών τους, Ελλήνων, Αρμενίων, Κοπτών, Ρωμαιοκαθολικών κ.α.
Οι παραπάνω ιδιαιτερότητες συντρέχουν με την ιδιότυπη διοίκηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων η οποία, ως γνωστόν, ασκείται από μια ειδικευμένη ομάδα υπεράσπισης προνομίων και άντλησης πόρων για τη διατήρησή τους. Πρόκειται για την Αγιοταφική Αδελφότητα και τον επικεφαλής της Πατριάρχη. Κατά τους ορισμούς των διαφόρων κατακτητών τα μέλη της Αδελφότητας και ο Πατριάρχης είναι αποκλειστικά Ελληνες: «Εξεδόθη διά βασιλικού μου ορισμού αυτογράφου επικυρωμένος υψηλός ορισμός, ίνα το γένος των Ρωμαίων και ο Πατριάρχης των προηγείται πασών των άλλων φυλών ». Το παλαιστινιακό ποίμνιο κατέχει, κατά τους ηγεμονικούς ορισμούς, δευτερεύουσα θέση απέναντι στους αριστοκρατικούς Ελληνες αλλά και τα ίδια τα μέλη της αδελφότητας έχουν μια θέση υποτελούς απέναντι στον Πατριάρχη τους: «οι υποκείμενοι αυτώ να μην έχωσι την άδειαν να παρατρέξωσιν ή να παραβιάσωσιν την προσταγήν ή τον λόγον αυτού ». Με αυτόν τον τρόπο διοίκησης είναι φυσικό να δημιουργούνται δυσαρέσκειες και τάσεις ανατροπής της. Η συγκεντρωτική εξουσία του Πατριάρχη και της Αγιοταφικής Αδελφότητας, ωστόσο, παραμένουν ουσιαστικά συμπαγείς βάσει των παλαιών, και ακριβοπληρωμένων, ηγεμονικών ορισμών.
Μπορούμε σύμφωνα με τα παραπάνω να μιλήσουμε για ηθική κρίση στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ή πρόκειται, απλώς, για τη συνήθη, τόσους αιώνες, δυσκολία διαχείρισης του δεύτερου δυσκολότερου θέματος της χριστιανικής ιστορίας, δηλαδή της επίγειας Ιερουσαλήμ; Το άλλο είναι η διαχείριση της μετά θ άνατον ζωής, δηλαδή της επουράνιας Ιερουσαλήμ.
*Ο Ν. Ε. Καραπιδάκης είναι καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τέως διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους.