Πρόκληση για δοκιμή

5' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί η ιδέα να μην ήταν πολύ πρωτότυπη ούτε πολύ ρεαλιστική, αλλά ομολογουμένως είχε πνοή και έδειχνε συστηματικότητα: να γίνει ένας μεγάλος «πανεθνικός» διάλογος με όλους τους ενδιαφερόμενους κοινωνικούς «φορείς», για να εξετάσει (και να λύσει;) όλα τα προβλήματα της παιδείας στον τόπο μας, από όλες τις πλευρές τους και σε όλες τις βαθμίδες. Απώτεροι και άμεσοι στόχοι, δομές, προσωπικό, χρηματοδότηση, εξετάσεις, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον – όλα θα εξετάζονταν με βάση που θα ήταν συγχρόνως και μηδενική και η παρούσα πραγματικότητα. Αντί κάθε κυβέρνηση και κάθε υπουργός να κάνει την αποσπασματική μεταρρυθμισούλα του σε κάθε θέμα που θα του φαινόταν σπουδαίο, καταργώντας τη μεταρρυθμισούλα των προκατόχων του και δημιουργώντας, τελικά, χάος.

Η ιδέα ήταν μεγαλόπνοη, αλλά δεν λειτούργησε. Πολλά μπορεί να έφταιξαν: από συντεχνιακές μέριμνες και πολιτικές υστεροβουλίες ή ιδεοληψίες μέχρι την κακή ιεράρχηση των στόχων του διαλόγου ή και την ίδια τη μεγαλοσύνη του εγχειρήματος. H αλήθεια είναι ότι και το ζητούμενο ήταν εξόχως περίπλοκο με θέματα ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, τεχνικά, παιδαγωγικά και άλλα. Ανομολόγητο ζητούμενο ήταν άλλωστε και το αν θα υπήρχε πολιτική βούληση για ριζικές τομές, που τώρα μεν θα δυσαρεστούσαν πολλούς, ενώ τα αποτελέσματά τους θα φαίνονταν σε χρονικό ορίζοντα μακρινό, οπωσδήποτε πιο μακρινό από τον κανονικό πολιτικό ορίζοντα που συνήθως είναι οι επόμενες εκλογές.

Σωστή ιεράρχηση προβλημάτων

Ετσι, η κουβέντα για τον μεγάλο εθνικό διάλογο περί παιδείας καταντάει να είναι ένα ιδεώδες άλλοθι: δεν κάνουμε τίποτε (ή κάνουμε κάποια μερεμέτια, συνήθως ρουσφετολογικά, για τα οποία πιεζόμαστε) περιμένοντας να τα κάνουμε όλα. Ισως ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε μιαν άλλη μέθοδο, τη μέθοδο των σωστά ιεραρχημένων επί μέρους λύσεων. Αυτό θα σήμαινε τον εντοπισμό καυτών προβλημάτων της παιδείας που αφενός έχουν λογική προτεραιότητα και αφετέρου η λύση τους δεν προδικάζει τις κατοπινές επιλογές σε άλλα προβλήματα. Ετσι, θα αντιμετωπίζονταν κάποια επιτακτικά προβλήματα του παρόντος, ενώ θα συνεχιζόταν η προσπάθεια αναζήτησης λύσεων σε άλλα, με ξεκαθάρισμα των ιδεολογικών αφετηριών, με μελέτη των δεδομένων, έστω και με κάποιο διάλογο.

Ας τολμήσω να προτείνω ένα τέτοιο πρόβλημα που είναι, κατά κάποιον τρόπο, και ειδικότερα επίκαιρο: σε μερικούς μήνες, τα περισσότερα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας έχουν εκλογές των πρυτανικών τους αρχών και των άλλων οργάνων διοίκησής τους στα διάφορα επίπεδα (Σχολές, Τμήματα, ακόμα και Τομείς). Για τις πρυτανικές αρχές η ευκαιρία αυτή θα ξαναπαρουσιαστεί σε τρία χρόνια, για τα άλλα όργανα, γρηγορότερα. Με οποιεσδήποτε διαβουλεύσεις και καθυστερήσεις, οι μήνες που υπολείπονται είναι αρκετοί για να γίνει, τώρα, η αναγκαία νομοθετική μεταβολή. Και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο τρόπος εκλογής του πρύτανη και των άλλων οργάνων διοίκησης των πανεπιστημίων είναι κάτι που βάζει τη σφραγίδα του σε όλη τη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και που μπορεί να αλλάξει ανεξάρτητα από τις όποιες λύσεις θα μπορούσε να υιοθετηθούν σε άλλα θέματα.

Εκλογές πανεπιστημιακών αρχών

Γιατί ο τρόπος εκλογής που σήμερα ισχύει δίνει στις πανεπιστημιακές εκλογές μια κομματική σφραγίδα ανεξίτηλη, σε βαθμό που αμφιβάλλω αν έχει ποτέ συνειδητοποιηθεί από τον ελληνικό λαό: οι εκλογές αυτές -μιλάω για τις πρυτανικές, το κακό είναι λιγότερο για τα άλλα όργανα- αποφασίζονται από ένα σώμα εκλεκτόρων με παράξενο μείγμα, όπου κυριαρχούν οι συνδικαλιζόμενοι φοιτητές (αμφίβολης αντιπροσωπευτικότητας), όπου μετέχουν διάφοροι διοικητικοί και τεχνικοί υπάλληλοι των πανεπιστημίων και όπου οι καθηγητές αποτελούν τη μειοψηφία. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εκλογές πρυτανικών αρχών κρίνονται και αποφασίζονται από τις κομματικές νεολαίες, τελικά στα επιτελικά κέντρα των διαφόρων κομμάτων. Το κριτήριο της επιλογής κατά κανόνα είναι η δημοφιλία, που και αυτή συχνά επηρεάζεται από την ευκολία με την οποία μοιράζει βαθμούς εκείνος που θέλει να είναι υποψήφιος ή που τελικά εκλέγεται. Αδιάφορες είναι οι επιστημονικές και, προπάντων, οι διοικητικές ικανότητες των υποψηφίων που άλλωστε, έτσι και αλλιώς, είναι απολύτως άγνωστες στο εκλεκτορικό σώμα. Και αυτό είναι η «πλήρης αυτοδιοίκηση» των πανεπιστημίων που καθιερώνεται και από το Σύνταγμά μας…

Οτι η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη το αναγνωρίζουν όσοι την ξέρουν, άλλοι φανερά και άλλοι με μισόλογα. Ισχυρίζομαι ότι αυτή η κατάσταση μπορεί και πρέπει να αλλάξει αμέσως, άσχετα από τις λύσεις που θα δοθούν σε άλλα, επίμαχα, προβλήματα της παιδείας στον τόπο μας και άσχετα από όποιον μεγαλεπήβολο εθνικό διάλογο. Το μόνο εμπόδιο της μεταβολής της είναι ο φόβος (και οι ελπίδες…) που εμπνέουν οι κομματικές νεολαίες στην ηγεσία όλων των κομμάτων.

Και ποιοι θα έπρεπε να εκλέγουν τον πρύτανη και τους αντιπρυτάνεις; Το σύστημα που ίσχυε παλαιότερα είχε μια λογική: οι τακτικοί καθηγητές (τώρα λέμε: οι καθηγητές πρώτης βαθμίδας), πρώτον, κάπως γνωρίζονται μεταξύ τους και, δεύτερον, έχοντας φθάσει στο τέρμα της καριέρας τους, είναι δύσκολο να πιεσθούν με όποιες υποσχέσεις. Αυτών η ψήφος είναι σχετικά αδιάβλητη. Από εκεί και πέρα, βέβαια, μπορούν να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις που θα έχουν χαρακτήρα δημοκρατικό ή δημαγωγικό: και κάποιες άλλες κατηγορίες καθηγητών (αναπληρωτές, επίκουροι) ή και κάποιοι, περιορισμένοι αριθμητικά, εκπρόσωποι του υπόλοιπου διδακτικού προσωπικού. Μεγαλύτερη διεύρυνση του εκλεκτορικού σώματος είναι υποκρισία δημοκρατικότητας, που ανοίγει την πόρτα στον κομματισμό.

Η αλλαγή του τρόπου εκλογής των πρυτανικών αρχών και των άλλων οργάνων διοίκησης των πανεπιστημίων δεν πρόκειται, βέβαια, από μόνη της να λύσει τα προβλήματα της παιδείας ή, έστω, της ανώτατης εκπαίδευσης. Αλλά, εκτός από το ότι σε πολλά θέματα μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των ιδρυμάτων, θα σηματοδοτήσει με διάθεση σοβαρότητας και απομάκρυνσης από τον λαϊκισμό. Αλλωστε, το θέμα των εκλογών αναφέρθηκε ως παράδειγμα σταδιακής επίλυσης προβλημάτων, σωστά ιεραρχημένης και δηλωτικής κάποιων νέων προσανατολισμών. Στο ίδιο πνεύμα, ένα άλλο θέμα θα ήταν μια νέα ρύθμιση του θέματος του λεγόμενου ακαδημαϊκού ασύλου που έχει καταντήσει μέθοδος καταστροφής της πανεπιστημιακής περιουσίας και μέθοδος παρεμπόδισης της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Αυτό, ο συντάκτης των γραμμών αυτών (αλλά και πολλοί άλλοι) έχει την πικρή ικανοποίηση να το έχει επισημάνει στον αρμόδιο, τότε, υπουργό πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, ματαίως βέβαια. Η σταθερότητα της επιμονής μπορεί να είναι μονότονη, αλλά έχει και κάποια σημασία.

Τίποτα δεν εμποδίζει την παράλληλη εξέταση (μακάρι και επίλυση) άλλων προβλημάτων της παιδείας στον τόπο μας. Αλλά πώς να ελπίζει κανείς ότι θα λυθούν τα άλλα όταν αυτά, τα αυτονόητα, παραμένουν άλυτα; Και ποιες ερμηνείες να δώσει κανείς στη μη επίλυσή τους; Είναι μόνο ο φόβος του πολιτικού κόστους – και η ανικανότητα των αρμοδίων να εκτιμήσουν πόσο το κόστος αυτό αντισταθμίζεται από πολιτικά οφέλη, έστω κάπως μακροπρόθεσμα; ΄H είναι η πονηρότατη σκέψη: άσε ακόμη μια φορά να εφαρμοστεί ένα σύστημα που μπορεί τώρα να μας ωφελήσει κομματικά και ύστερα βλέπουμε – εμείς ή κάποιος διάδοχός μας;

Αλλά ας μην κλείσουμε με απαισιόδοξες σκέψεις. Μπορεί αυτήν τη φορά κάτι να γίνει, έστω για το ευκολότερο θέμα των εκλογών στα AEI που θα γίνουν ύστερα από λίγους μήνες. Και η ελπίδα είναι καθήκον. Δεν είπαν, άλλωστε, ότι πεθαίνει τελευταία;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή