Εμεις

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν τον περασμένο Μάρτιο αποκαλύφθηκαν -διότι προωθούνταν εν κρυπτώ- οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για την αναβάθμιση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και προκλήθηκαν ισχυρότατες αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή και όχι μόνο κοινότητα, η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν και διά του εκπροσώπου της διαβεβαίωνε ότι δεν θα προχωρήσει βιαστικά στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Αίφνης, την περασμένη εβδομάδα και χωρίς να προηγηθεί διάλογος με τους ενδιαφερόμενους φορείς -ούτε καν στο πλαίσιο του πολυδιαφημισμένου εθνικού διαλόγου για την Παιδεία- η υπουργός Παιδείας παρουσίασε το νομοσχέδιο, με το οποίο οι τέσσερις ιερατικές σχολές γίνονται ΑΕΙ. Η μόνη διαφορά σε σύγκριση με τον περασμένο Μάρτιο, αλλά και με το αντίστοιχο νομοσχέδιο που είχε επεξεργαστεί η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, είναι ότι δεν προβλέπεται άμεσα να είναι «αρχι-πρύτανης» των νέων ανωτάτων σχολών ο αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος. Ούτε αποκλείεται, όμως.

Χωρίς εξήγηση

Ουδεμία πειστική εξήγηση για τη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης επιλογής υπήρξε από την πλευρά της κυβέρνησης, στις διευκρινίσεις που υποχρεώθηκε να δώσει, απαντώντας στον κυκεώνα των αντιδράσεων που προκλήθηκαν. Τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, που έχει ανοίξει πολλά κοινωνικά μέτωπα και επιχειρεί να αποϊδεολογικοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί;

Γιατί αποφασίζει εν μια νυκτί την ίδρυση τεσσάρων νέων ΑΕΙ, τα οποία δεν καλύπτουν καμία ουσιαστική ανάγκη, τη στιγμή που ουδείς αμφιβάλλει πλέον για τις καταστροφικές -για το επίπεδο της εγχώριας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης- συνέπειες της μικροκομματικής τακτικής της ίδρυσης νέων ανωτάτων ή ανωτέρων σχολών σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Η συγκεκριμένη κίνηση αν δεν υποβαθμίζει το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας, σίγουρα θέτει αν αμφιβόλω τις διακηρύξεις για ουσιαστική αναβάθμιση της Παιδείας, που αποτελεί από τις διακηρυγμένες άμεσες προτεραιότητες της κυβέρνησης.

Γιατί επιλέγεται ο απαράδεκτος όρος της συστατικής επιστολής επισκόπου για την εισαγωγή των ενδιαφερομένων στις ανώτατες, πλέον, «εκκλησιαστικές ακαδημίες»; Με αυτό το δεδομένο, πρώτος υποψήφιος φοιτητής είναι ο διαβόητος Απόστολος Βαβύλης, ο οποίος διαθέτει την απαραίτητη επιστολή που διαβεβαιώνει ότι «προέρχεται από συγκεκροτημένην οικογένειαν με χριστιανικάς αρχάς και ελληνοπρεπές φρόνημα, είναι συνειδητόν μέλος της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, βιών εντός του κλίματος αυτής, εμφορείται δε από ιεραποστολικού πνεύματος και διάγει βίον σώφρονα κατά πάντα». Διά χειρός μάλιστα του σημερινού αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου.

Γιατί το πρώτο βήμα για την ίδρυση «μη κρατικών» πανεπιστημίων γίνεται με την Εκκλησία και ποια θα είναι η απάντηση της πολιτείας στην περίπτωση που, από τη στιγμή που η ανεξιθρησκεία αποτελεί συνταγματική αρχή και έχουμε δημοκρατικό κράτος, αρχίσουν να απαιτούν την ίδρυση δικών τους πανεπιστημίων και άλλα θρησκεύματα, με Ελληνες πιστούς, όπως π.χ. οι μουσουλμάνοι ή οι καθολικοί;

Από την απουσία πειστικών απαντήσεων προκύπτει ότι το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας έρχεται απλώς να ικανοποιήσει ένα από τα βασικά αιτήματα του αρχιεπισκόπου: την ίδρυση δηλαδή εκκλησιαστικών πανεπιστημίων, που υποκρύπτει την απέχθεια της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδας προς τις υφιστάμενες θεολογικές σχολές και γενικότερα προς την επιστήμη. Με αυτή την έννοια στρέφεται κατά της ελεύθερης διανόησης και μετατρέπει την ανώτατη παιδεία από χώρο έρευνας και επιστήμης σε κέντρο ελεγχόμενης και κατευθυνόμενης ιδεολογίας.

Ελεγχος και λειτουργία

Μόνο και μόνο η απόπειρα της ηγεσίας της Εκκλησίας να ελέγξει τη συγγραφή των σχολικών βιβλίων για το μάθημα των Θρησκευτικών, επειδή με το έργο αυτό έχουν επιφορτιστεί «θεολόγοι με νεωτεριστικάς αντιλήψεις» -να διεκδικήσει δηλαδή αρμοδιότητες που ανήκουν αποκλειστικά στο κράτος- προϊδεάζει για το καθεστώς λειτουργίας και το είδος των νέων «πανεπιστημιακών» σχολών.

Πέραν όμως όλων αυτών προκύπτει και άλλο ένα πολύ σοβαρό θέμα. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις αποκαλύψεις που ανατάραξαν την Εκκλησία της Ελλάδας και συντάραξαν την κοινή γνώμη. Τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον τρόπο, με τον οποίο λειτουργεί η διοίκηση της Εκκλησίας – κυκλώματα, παρασκηνιακές μηχανορραφίες και προσωπικά συμφέροντα. Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι η κυβέρνηση πείστηκε ότι η «αυτοκάθαρση» που προωθήθηκε, απέφερε τον απαραίτητο εξαγνισμό και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Αλλωστε, η ίδια η διοίκηση της Εκκλησίας ούτε τις εκκλησιαστικές σχολές δεν έχει μπορέσει να διαχειριστεί σωστά…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή