Εμεις

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σχεδόν απαρατήρητο πέρασε το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συνήλθε την Πέμπτη και την Παρασκευή στις Βρυξέλλες. Τη σύναξη των ηγετών των 25 κρατών-μελών συνόδευσε ένα κλίμα απαξίωσης, παρά το γεγονός ότι αντικείμενό της ήταν η απειλή που συνιστούν για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι αναδυόμενες ασιατικές οικονομίες και η τύχη του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Αντιθέτως, στην επικαιρότητα κυριάρχησε η κοινωνική αναταραχή που προκάλεσε στη Γαλλία ο νόμος για την απασχόληση των νέων – θέμα άμεσα, φυσικά, συνδεδεμένο με το κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης.

Αυτό το κλίμα απαξίωσης αντανακλά τη γενικότερη εντύπωση της κοινής γνώμης έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε μια περίοδο που η οικονομία της κινείται όλο και με βραδύτερους ρυθμούς, η ανεργία αυξάνεται, η δε πολιτική ενοποίηση μοιάζει με άπιαστο όνειρο, οι Ευρωπαίοι πολίτες απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από τα κέντρα εξουσίας των Βρυξελλών, προς τα οποία δυσπιστούν έντονα. Η στάση αυτή είναι απόρροια της αναποτελεσματικότητας που έχει επιδείξει η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι ηγέτες της, της εμμονής στις γραφειοκρατικές της δομές, της έλλειψης οραμάτων, αλλά και ηγετών, ικανών να εμπνέουν οράματα, που να ευαισθητοποιούν τους πολίτες.

Μέσα σε αυτή την αποτελμάτωση, στην οποία περιέρχεται η Ευρώπη, η συζήτηση για την περαιτέρω διεύρυνσή της συνεχίζεται, αν και οι δυσμενείς επιπτώσεις από την πρόσφατη μαζική είσοδο των 10 νέων κρατών είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού. Εξ ου και οι συνεχώς κλιμακούμενες αντιδράσεις σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας κ. Εντμουντ Στόιμπερ δήλωσε ότι η Τουρκία δεν μπορεί να ενσωματωθεί στον «ευρωπαϊκό πολιτισμό», άποψη με την οποία συντάσσονται, όσο και αν δεν το ομολογούν, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες.

Πρωτίστως δε η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, όπως έδειξαν και τα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία και στην Ολλανδία, καθώς είναι τουλάχιστον παράδοξο τη στιγμή που η ανεργία, που πλήττει κυρίως τα ασθενέστερα οικονομικά κοινωνικά στρώματα, κινείται σε υψηλότατα επίπεδα και καταβάλλονται συνεχώς προσπάθειες να περιοριστεί το κοινωνικό κράτος, να επιδιώκεται η ένταξη της Τουρκίας, της μεγαλύτερης πληθυσμιακά και με τα περισσότερα διαρθρωτικά προβλήματα -σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο- από τις υποψήφιες χώρες.

Υπέρ της περαιτέρω διεύρυνσης, αλλά και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας τάσσεται και η Αθήνα. Η συγκεκριμένη επιλογή, ως τακτικός ελιγμός, απήλλαξε μεν τη χώρα μας από την πίεση που δεχόταν από τα υπόλοιπα ισχυρά κράτη της Ε.Ε. και τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την προσέγγιση της Αγκυρας με την Ευρώπη. Από την άλλη, όμως, πλευρά, αναδεικνύει την αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που υφίσταται σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες από το ισχυρό τουρκικό κατεστημένο.

Μέχρι στιγμής, η προσδοκία ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ε.Ε. και της Αγκυρας θα «μαλάκωνε» τη στάση των γειτόνων διαψεύδεται παταγωδώς. Η τουρκική πολιτική στο Αιγαίο και έναντι της Κύπρου δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό ούτε διακρίνεται στον προβλεπτό ορίζοντα κάποια μεταβολή της. Αντιθέτως, μόλις την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση του «μετριοπαθούς» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επικύρωσε πλήρως το αναθεωρημένο δόγμα εθνικής ασφαλείας, που διατηρεί αναλλοίωτη την απειλή πολέμου (casus belli) εις βάρος της χώρας μας στην περίπτωση που ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα. Επιπλέον αναλλοίωτη παραμένει και η στάση της Αγκυρας στο Κυπριακό, καθώς τονίζεται ότι η στρατιωτική της παρουσία στη νήσο είναι ζωτικής σημασίας. Ακολούθησε δε η δήλωση του κ. Ερντογάν, ότι δεν πρόκειται να ανοίξει τα τουρκικά αεροδρόμια και λιμάνια σε κυπριακά πλοία όσο δεν αίρεται «ο οικονομικός αποκλεισμός» του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους.

Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν να διαψεύσουν τη διαδεδομένη -και βολική- στους ελληνικούς πολιτικούς κύκλους άποψη περί διαπάλης στο εσωτερικό της Τουρκίας μεταξύ του μεταρρυθμιστή Ερντογάν και του κεμαλικού κατεστημένου. Πολύ περισσότερο, επιβεβαιώνει ότι το ευρωπαϊκό όραμα δεν αποτελεί επαρκές κίνητρο για να εγκαταλείψει η τουρκική πολιτική ηγεσία τις διεκδικήσεις της έναντι της χώρας μας, καθώς και για να μετεξελιχθεί σε ένα κράτος εντελώς διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα και της έχει διασφαλίσει τον τελευταίο αιώνα συνοχή και δύναμη.

Ως εκ τούτου, μάλλον αδιέξοδη, και πάντως σίγουρα αναποτελεσματική, θα ήταν η εμμονή της Αθήνας στην ίδια στρατηγική, κύριο συστατικό της οποίας είναι η μετάθεση όλων των προβλημάτων στο απώτερο -και απρόβλεπτο- μέλλον. Αντιθέτως, απαιτείται η εκπόνηση συγκεκριμένου εναλλακτικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση του φαινομένου, που λέγεται Τουρκία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή