O διπολισμός αυτοχειριάζεται…

O διπολισμός αυτοχειριάζεται…

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχουμε αρκετές φορές από τη θέση αυτήν υποστηρίξει την άποψη ότι τόσο το περιεχόμενο όσο και το ύφος της πολιτικής αντιπαραθέσεως, όπως διεξάγεται σήμερα, δεν έχει προσαρμοσθεί στα πραγματικά πολιτικοϊδεολογικά δεδομένα, κυρίως δε στη σύγκλιση που έχει επέλθει -και διεθνώς- μεταξύ των δύο παραδοσιακών παρατάξεων. Για να το πούμε πιο απλά: O κοινός ψηφοφόρος, διαθέτοντας μια περίπου 15ετή εμπειρία διακυβερνήσεως της χώρας και από τα δύο μεγάλα κόμματα, έχει καταλήξει στη διαπίστωση ότι η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. είναι περίπου ταυτόσημη. Κατά συνέπεια δε, σε περίπτωση μη επιτεύξεως αυτοδυναμίας, θα μπορούσαν να συνεργασθούν καλύτερα και προσφορότερα μεταξύ τους, απ’ ό,τι π.χ. σε μια διακομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς ή της Ν.Δ. με κάποιο ακροδεξιό κόμμα. Πιθανότατα, λόγω αυτής της προφανέστατης συγκλίσεως, αποδείχθηκε κατά τα τελευταία 20 χρόνια ανεδαφική και άκαρπη κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενός κόμματος, που θα εκινείτο στον μεταξύ των δύο κομμάτων χώρο. (ΔΗΑΝΑ, του κ. Κωστή Στεφανόπουλου, ΠΟΛ.ΑΝ., του κ. Αντώνη Σαμαρά, «Κίνηση Ελεύθερων Πολιτών», του κ. Δημ. Αβραμόπουλου, και «Φιλελεύθεροι», του κ. Στ. Μάνου).

Με τα δεδομένα αυτά ο κοινός ψηφοφόρος όχι μόνον αδυνατεί να αντιληφθεί τη συνολική άρνηση της πολιτικής κάθε κυβερνήσεως από την εκάστοτε αντιπολίτευση (όπως συμβαίνει σήμερα με την υποκίνηση είτε με την υιοθέτηση κάθε απεργιακής ή άλλης αντιδράσεως εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ), αλλά και την καταλογίζει συνολικά στα δύο μεγάλα κόμματα ως ασυνέπεια, αναξιοπιστία ή ακόμη και ως πολιτικό εμπαιγμό. Αλήθεια, ποια άλλη συνέπεια θα μπορούσε να έχει το γεγονός ότι το συνηθέστερο πολιτικό επιχείρημα, που επικαλούνται τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Ν.Δ., είναι το τι διακήρυττε εκάτερο των κομμάτων ως αντιπολίτευση και το τι έπραττε ως κυβέρνηση; Προφανώς το «επικοινωνιακό επιτελείο» κάθε κόμματος παραμένει απολύτως ικανοποιημένο, αποδεικνύοντας την ασυνέπεια και την αντιφατικότητα του άλλου. Αδιαφορεί δε παχυλώς, όταν ο αντίπαλός του αντιτάσσει, εξίσου στοιχειοθετημένα και πειστικά, το ίδιο επιχείρημα…

Πέραν, όμως, του καταλογισμού ασυνέπειας και αντιφατικότητος εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι ότι αυτή η εναλλαγή ρόλων «υπεύθυνης κυβερνήσεως» και «ανεύθυνης αντιπολιτεύσεως» τελικά παρεμποδίζει, αν δεν ματαιώνει, την προσπάθεια να επιλυθούν τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος. H διαπίστωση αυτή έχει προκαλέσει ένα προβληματισμό σε ορισμένα πολιτικά στελέχη, από διάφορους κομματικούς χώρους. Κοινό χαρακτηριστικό των ολίγων, έστω, αλλά επιφανών αυτών στελεχών, είναι ότι ο προβληματισμός τους δεν διέπεται από αρχηγικές φιλοδοξίες ούτε από κομματικές σκοπιμότητες. Εκκινούν από τη διαπίστωση ότι το δικομματικό σύστημα, που έχει επικρατήσει στην 30ετία της μεταπολιτεύσεως, δεν εκφράζει σήμερα ούτε εκπροσωπεί αντίστοιχο παραταξιακό διαχωρισμό του εκλογικού σώματος. Συνεπώς, κατά την ίδια συλλογιστική, η διατήρησή του τα τελευταία χρόνια πιθανότατα οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον, στο τεχνητό πολωτικό κλίμα, το οποίο κατά κανόνα υποδαυλίζει το ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε συγκυριακές καταστάσεις, όπως π.χ. το θέμα των διαπλεκομένων συμφερόντων και της διαφθοράς, που κυριάρχησε στις προηγούμενες εκλογές. Και δεύτερον, στον εκλογικό νόμο, ο οποίος ευνοεί σαφέστατα τον διπολισμό.

Δεδομένου ότι ουδείς μπορεί να υπαγορεύσει την τακτική που επιλέγουν, ως «μονομάχοι», τα δύο μεγάλα κόμματα, με πρωταρχικό στόχο τη νίκη στις εκλογές, οι ελπίδες των «προβληματιζόμενων» πολιτικών για την κατάλυση του δικομματισμού περιορίζονται στην αλλαγή του εκλογικού νόμου και την καθιέρωση ενός αναλογικότερου συστήματος. Ωστόσο, προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος είναι, όπως επισημαίνουν και οι ίδιοι, ότι με τη θέσπιση ενός αναλογικότερου εκλογικού νόμου θα δημιουργηθούν νέοι και βιώσιμοι πολιτικοί φορείς στον χώρο του Κέντρου, δευτερευόντως δε θα ευνοηθούν οι δυνάμεις που βρίσκονται αριστερά του ΠΑΣΟΚ και δεξιά της Ν.Δ. Πέραν τούτου, θεωρείται αναγκαίο οι πολιτικοί φορείς που ενδεχομένως προκύψουν στον ενδιάμεσο των δύο μεγάλων κομμάτων χώρο να διαθέτουν και την πολιτική συμπεριφορά την οποία επιβάλλει η, επίσης «αναλογική» της εκλογικής τους δυνάμεως, επιρροή και εκπροσώπηση σε μια διακομματική κυβέρνηση. Προφανώς η παρατήρηση αυτή διατυπώνεται με την έως τώρα εμπειρία των κεντρογενών (και θνησιγενών) φορέων, που είχαν τον χαρακτήρα αρχηγικού κόμματος και απέβλεπαν όχι στη συνεργασία, αλλά μάλλον στην υποκατάσταση των δύο μεγάλων κομμάτων στο διπολικό μας σύστημα.

Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πολιτικός προβληματισμός στον οποίο αναφερθήκαμε σήμερα παραμένει εν πολλοίς θεωρητικός, αφού ο διπολισμός εξακολουθεί να είναι κοινή και αμοιβαίως συμφέρουσα επιλογή των δύο μεγάλων κομμάτων. Ωστόσο, οι ανησυχίες που τον προκαλούν κάθε άλλο παρά θεωρητικές είναι. Πηγάζουν από πραγματικές καταστάσεις και αναφέρονται σε αδιαμφισβήτητες διαπιστώσεις. Συνεπώς ορθότατα τίθεται, από -έστω ολίγους αλλά επιφανείς- πολιτικούς μας, το ερώτημα αν και κατά πόσον ο διπολισμός, όπως εκφράζεται και στηρίζεται σήμερα από τα δύο μεγάλα κόμματα, απολήγει, τελικώς, σε ακυβερνησία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή