Κουβέρτα στο γρασίδι

1' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μόλις ο ήλιος σκάσει μύτη αρχίζει στη Βόρεια Ευρώπη το γνωστό φαινόμενο του ξεγυμνώματος. Τα κορίτσια ξαπλώνουν στο γρασίδι με το μαγιό τους. Οι άντρες χαϊδεύουν την κοιλιά τους διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα. Τα παιδιά ξεχύνονται σε μπουλούκια παντού. Κόκκινες μύτες, κόκκινα αυτιά· κανείς δεν πρέπει να τους έχει μιλήσει για τα ευεργετικά αποτελέσματα της αντηλιακής κρέμας.

Ολοι στρώνουν τις κουβέρτες τους ή τις ψάθες τους σε πάρκα, παρυφές λόφων, δίπλα σε παγκάκια και τσιμπολογάνε φρούτα, καρότα, ελιές. Τους παρατηρώ από ένα παράθυρο που βρίσκεται σε στρατηγική θέση, πλάι σ’ ένα πάρκο. Και καθώς τους παρατηρώ διαπιστώνω ότι υποφέρω. Δεν ζηλεύω το φαγητό τους, ζηλεύω την κατάσταση φυσικότητας, χαράς. Είναι απόγευμα καθημερινής και ο τρόπος που οι άνθρωποι χώνουν το πρόσωπό τους στα μαλλιά ενός μωρού ή στη μουσούδα ενός σκύλου, ο τρόπος που κυνηγούν μια μπάλα γελώντας ανέμελα είναι κάτι που στις δικές μας πόλεις επιτυγχάνεται μόνο σε διαφημίσεις. Στο νότο η χαρά της ζωής είναι πλέον διαφημιστικό πακέτο, εξ ου και η αισθητικοποίηση του πικ νικ.

Στην Αθήνα θυμόμαστε το πικ νικ και τις χαρές της φυσικής ζωής κάθε φορά που τα περιοδικά διακόσμησης παρουσιάζουν τα εποχικά φωτογραφικά ρεπορτάζ για τα σύνεργα του «σπορ». Ακριβά ψάθινα καλάθια με δερμάτινες θήκες μέσα στις οποίες αναπαύονται πορσελάνινα πιάτα και κρυστάλλινα ποτήρια. Οι κουβέρτες είναι καρό εξάπαντος, ίσως επειδή χωρίς τη σκωτσέζικη νύξη, οι κουβέρτες θυμίζουν ό,τι προσπαθούμε να ξεχάσουμε: μερικές δεκαετίες πριν η ζωή μας δεν ήταν «αισθητική εμπειρία», ούτε αποκτούσε αξία μέσα από το βλέμμα του Αλλου.

Αυτή η απελευθέρωση από το βλέμμα του Αλλου είναι προϋπόθεση για ένα καλό πικ νικ. Επειδή όταν τρως δημόσια, όταν τρως με αυτό τον τρόπο, πάνω σε μια κουβέρτα, κυνηγώντας παιδιά, σκουπίζοντας το στόμα με την ανάστροφη της παλάμης τα όρια της ελευθερίας διευρύνονται. Από το παράθυρό μου παρατηρώ τη διεύρυνση της ελευθερίας, το πώς επιτυγχάνεται και αναρωτιέμαι πότε και πώς ακριβώς χάσαμε αυτό το παιχνίδι. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν κατεξοχήν ελληνικό: λόγω θέσης και συγκυρίας, λόγω θάλασσας και εξωστρέφειας. Αλλά φαίνεται πως στην Ελλάδα το καθημερινό διάλειμμα νοείται μόνο ως κοινωνική δραστηριότητα με καθορισμένες συντεταγμένες. Στο καφέ της μόδας, πίσω από συρόμενες γυάλινες τζαμαρίες τελευταίας κοπής ή κάτω από μεγάλες άσπρες ομπρέλες ο Νεοέλληνας πίνει για να ξεχάσει την κουβέρτα των παιδικών του χρόνων. Αν τύχει και τη θυμηθεί θα κλονιστεί συθέμελα ο εσωτερικός του κόσμος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή