Απορίες ενός άσχετου

2' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διαβάζω στις οικονομικές σελίδες της «Καθημερινής» ότι οι Νεοέλληνες δανείζονται συνεχώς περισσότερα από τις τράπεζες και ότι το συνολικό χρέος προς αυτές ανέβηκε στα 71 δισ. ευρώ, περίπου 24 τρισ. δραχμές για να συνεννοηθούμε καλύτερα.

Εντύπωση προκαλεί ότι οι τράπεζες όχι μόνο δεν ανησυχούν γι’ αυτό το τεράστιο χρέος, αλλά… θέλουν να το αυξήσουν περισσότερο. Κάνουν μεγάλες και πολυδάπανες διαφημίσεις και επεξεργάζονται και προβάλλουν συνεχώς νέα και δελεαστικά πιστωτικά προϊόντα. Δουλειά τους είναι να εμπορεύονται το χρήμα και ο πλέον άσχετος καταλαβαίνει ότι έχουν μεγάλα διαθέσιμα, δηλαδή μεγάλο στοκ «εμπορεύματος» και θέλουν να το «πουλήσουν». Πράγματι, οι συνολικές καταθέσεις είναι υπερδιπλάσιες από το σύνολο αυτών των δανείων.

Η δεύτερη σκέψη (του άσχετου πάλι πολίτη) είναι ότι από αυτού του είδους «εμπόριο» έχουν μεγάλα κέρδη, τα οποία άλλωστε καταγράφονται στους ετήσιους ισολογισμούς και είναι πράγματι ιλιγγιώδη. Για τις καταθέσεις δεν πληρώνουν σχεδόν τίποτα, ενώ για τις χορηγήσεις εισπράττουν τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη τόκους. Πουλάνε πανάκριβα ένα «εμπόρευμα», που δεν τους στοιχίζει η προμήθειά του. Τους στοιχίζει μόνο η διαχείρισή του.

Από το συνολικό ύψος του χρέους των νοικοκυριών, από τα 71 δισ. ευρώ, τα 47 δόθηκαν ως στεγαστικά δάνεια και τα 22 δισ. ευρώ ως καταναλωτικά. Υπάρχει και ένα υπόλοιπο περίπου 2 δισ. ευρώ, που στον σχετικό πίνακα της «K» χαρακτηρίζονται με τη λέξη «λοιπά». Σκέφθηκα μήπως αυτό το «λοιπά» είναι ο τραπεζικός δανεισμός προς την οικονομία, εκεί δηλαδή που το χρήμα δεν καταναλώνεται, αλλά παράγει πλούτο και ανοίγει εργασίες. Μου φάνηκε όμως πολύ λίγο αυτό το ποσό σε σύγκριση με τις δύο άλλες κατηγορίες δανείων. Μάλλον δεν είναι και παραμένει η απορία μου ποια άραγε να είναι η συγκριτική σχέση των παραγωγικών (ας τα ονομάσουμε έτσι) δανείων προς την οικονομία με τις άλλες δύο κατηγορίες. Για να δούμε αν οι τράπεζες είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης ή ο πύραυλος της κατανάλωσης.

Το ερώτημα παραμένει: πώς δεν φοβούνται και δεν ανησυχούν από ένα τόσο μεγάλο χρέος διάσπαρτο σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. H απάντηση είναι μάλλον απλή: για τα στεγαστικά που είναι και τα περισσότερα έχουν εγγράψει εμπράγματη ασφάλεια ως εγγύηση. Για τα άλλα, φαίνεται ότι κερδίζουν τόσα πολλά ώστε τα κέρδη υπερκαλύπτουν τις πιθανές απώλειες. Το σύστημα αυτό καθιερώνει μια ετεροβαρή ευθύνη για το δάνειο: ο δανειζόμενος ευθύνεται στο ακέραιο ακόμα και με την προσωπική του ελευθερία. O δανειστής, τράπεζα ή οποιοσδήποτε άλλος δεν φέρει καμία ευθύνη για το δάνειο, από τη μη εξόφλησή του αποκομίζει μόνο δικαιώματα και καμία υποχρέωση. Δεν υποχρεούται, π.χ. να σκεφθεί πέντε φορές σε ποιον δανείζει και να ερευνήσει αν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το δάνειο.

Αυτά (αλλά και πολλές άλλες απορίες) για το σκέλος του δανειστού, τράπεζας ή άλλου. Για το σκέλος των δανειζομένων, του οφειλέτη, οι απορίες είναι περισσότερες. Με ποια σκέψη και με ποιους υπολογισμούς δανείζεται για να διατηρήσει το επίπεδο της κατανάλωσης ή για να το ανεβάσει. Αν τα εισοδήματά του δεν του αρκούν για ένα ορισμένο επίπεδο κατανάλωσης, πώς θα επαρκέσουν αν με το ίδιο εισόδημα πρέπει να αποπληρώσει το δάνειο μαζί με τους τόκους. Είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο.

Αν εξαιρέσουμε μια μερίδα συμπολιτών μας, που το εισόδημά τους είναι πολύ χαμηλό, όλοι οι άλλοι, όταν ισχυριζόμαστε ότι δεν μας φτάνουν τα λεφτά, έχουμε στον νου μας ένα μοντέλο κατανάλωσης και ζωής, που κοστίζει περισσότερο από το εισόδημά μας. Το δίλημμα και το ερώτημα είναι αν θα πρέπει να αλλάξουμε μοντέλο κατανάλωσης και ζωής ή αν θα καταφύγουμε στις τράπεζες να «λύσουν» το πρόβλημά μας…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή