«Διάλογο, ρε!»

2' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για δεύτερη φορά, τον Μάρτιο και, τώρα, το Βαρόμετρο Μαΐου του Ινστιτούτου Vprc έθεσε μια χαρακτηριστική ερώτηση: «Ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος επίλυσης των εργασιακών διαφορών;». Η απάντηση των πολιτών, τότε και σήμερα, είναι χαρακτηριστική και δεν επιδέχεται παρερμηνείες. Οι πολίτες θέλουν τον διάλογο «μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων». Τον ήθελαν σε ποσοστό 65% (2 στους 3) τον Μάρτιο. Τον θέλουν κατά 46% (1 στους 2) στην προχθεσινή μέτρηση.

Μη βιαστείτε να κρίνετε ότι τον θέλουν λιγότερο επειδή βλέπετε το σχετικό ποσοστό να μειώνεται. Δεν είναι γιατί οι πολίτες έχουν «θυμώσει» και δεν πιστεύουν στον διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Αλλωστε, στην αντιθετική ερώτηση, όπου επιλέγεται η «κινητοποίηση των συνδικάτων», το εύρος συμφωνίας ήταν 14% τον Μάρτιο και έπεσε -και αυτό- στο 11% (1 στους 10). Ποσοστό που έρχεται να επιβεβαιώσει την προηγούμενη επιλογή: «διάλογος».

Εξάλλου, η «προσφυγή στη δικαιοσύνη» παραμένει στα ίδια -πολύ χαμηλά- επίπεδα αφού κανείς, φαίνεται, δεν πιστεύει ότι τα δικαστήρια μπορούν να δώσουν λύσεις στα κοινωνικά θέματα. Αντιστρόφως, λοιπόν, το χαμηλό ποσοστό προτίμησης σε μια δικαστική σύγκρουση επικυρώνει πως η κοινή γνώμη επιμένει: «διάλογος».

Υπάρχει, τέλος, και δυστυχώς (θα εξηγήσω στη συνέχεια, γιατί), μια ανατροπή στις διαθέσεις των πολιτών. Επιλέγουν, με υπερδιπλάσιο ποσοστό εκείνου που είχαν δώσει τον προηγούμενο Μάρτιο, τη λύση την οποία η κοινωνία των πολιτών δεν θα έπρεπε -κανονικά- να επιθυμεί: λένε, δηλαδή, ότι ο κατάλληλος τρόπος αντιμετώπισης εργασιακών διαφωνιών είναι η «παρέμβαση της κυβέρνησης». Η Νέα Δημοκρατία, τόσο διά των υπουργών της Απασχόλησης (σημερινού και πρώην), όσο και διά του υπουργού Οικονομίας, παρενέβη προς την κατεύθυνση αυτή, λέγοντας πως οι επιχειρηματίες πρέπει να δώσουν αυξήσεις από τα κέρδη «τους». Αυτό ακριβώς εννοούν -εν μέρει βεβαίως- οι πολίτες όταν ζητούν την παρέμβαση της κυβέρνησης. Γνωρίζουν καλά ότι το «γκουβέρνο» μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση θέλει να δώσει με το «ξένο» χέρι, όσα η ίδια είναι υποχρεωμένη να παίρνει με το δικό της, τόσο στους δημοσίους υπαλλήλους, όσο και σ’ εκείνους του ευρύτερου δημόσιου και άκρως ελλειμματικού τομέα.

Το επικίνδυνο είναι ο συνδυασμός των δύο από τις παραπάνω απαντήσεις: περισσότερη κυβέρνηση και λιγότερος συνδικαλισμός. Καλό θα ήταν να σκεφτούν -όσοι εργατοπατέρες του Δημοσίου και πολιτικοί εκμεταλλευτές της συνδικαλιστικής ελευθερίας- πόσο μεγάλη είναι η ζημιά που έχει υποστεί η λειτουργία της δημοκρατίας μας από την έλλειψη φυσικού υπερασπιστή για τον πολυπληθή κόσμο του ιδιωτικού τομέα, που βλέπει ότι μόνον στο παχυλό κράτος υπάρχουν «κεκτημένα» δικαιώματα. Δεν είναι άλλωστε συμπτωματικό ότι η Ελλάδα έχει από τα μικρότερα στην Ευρώπη ποσοστά συνδικαλισμένων εργαζομένων.

Για τον ίδιο λόγο πάντοτε στο ευρύτερο, πλειοψηφικό και πράγματι παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας, καταπιεσμένο από «σοβιετομανείς κήνσορες προοδευτισμού», στον ιδιωτικό λεγόμενο τομέα, η πεποίθηση είναι βαθύτατα ριζωμένη: «Κάντε διάλογο, ρε!».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή