Η απόρριψη του «Κώδικα Ντα Βίντσι» από την κριτική, στο Φεστιβάλ των Καννών και πανταχού ανά την υφήλιο, ουδόλως φαίνεται να επηρεάζει την εμπορική του πορεία. Το κοινό προσέρχεται. Το ίδιο είχε συμβεί και με την υποδοχή του βιβλίου του Νταν Μπράουν: η κριτική αποδοκίμαζε ή και εχλεύαζε, και το κοινό καταβρόχθιζε.
Ωστόσο, η διχοστασία δεν βασίζεται σε διαφορετικές προσεγγίσεις ενός έργου τέχνης. Είναι φανερό ότι ο Κώδικας του Μπράουν δεν είναι έργο τέχνης, με την τυπική έννοια· πρόκειται για αγοραίο λαϊκό αφήγημα, για προϊόν της ποπ βιομηχανίας, για καρπό της παραλογοτεχνίας pulp fiction, για παραγέμισμα χρόνου σε αεροδρόμια και μετρό.
Ακόμη όμως και με αυτή την παραδοχή, παραμένει η μεγάλη εμπορική επιτυχία του Κώδικα και, κυρίως, η αναζωπύρωση ενδιαφέροντος γύρω από βιβλία κωδίκων, θαμμένων μυστικών και αόρατων διαχρονικών συνωμοσιών. Εδώ είναι το θέμα: η κωδικομανία. Γιατί οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου, μικρομεσαίοι, αστοί, εργάτες, απόφοιτοι λυκείων και πανεπιστημίων, ξαναπέφτουν με τα μούτρα στους κώδικες και στα απόκρυφα; Γιατί αναζητούν το Δισκοπότηρο και τη Σινδόνη, τους θησαυρούς των Ναϊτών και τα κεκρυμμένα από καταβολής;
Μα ποτέ δεν σταμάτησαν… Οι άνθρωποι πάντα αναζητούν το κρυμμένο μυστικό και το υπερφυσικό, την αλήθεια που όλα τα ενοποιεί, την απάντηση σε όλα τα ερωτήματα. Και αυτή η αναζήτηση φουντώνει όταν οι άνθρωποι αδυνατούν να λάβουν έλλογες, πειστικές ή, τέλος πάντων, παρηγορητικές απαντήσεις σε ερωτήματα για τον βίο, την ταυτότητα, τις συλλογικότητες, τις μεταφυσικές ανησυχίες. Τις απαντήσεις τις δίνουν συνήθως η πολιτική κοινωνία, η επιστήμη, η τέχνη, η θρησκεία· όταν αυτά τα συστήματα αδυνατούν να ικανοποιήσουν τα ερωτήματα και να σιγάσουν τις αγωνίες, όταν τα συστήματα και οι θεσμοί αδυνατούν να παράσχουν στα πλήθη τη συνεκτική ύλη της γνώσης ή της παραμυθίας, τότε τα πλήθη κινούνται προς το υπερφυσικό, το παραφυσικό, το μυστικοπαθές, το εξωφρενικό, το παράλογο εντέλει.
Ο Καιρός παράγει τη μυστικοπάθεια και την κωδικομανία, γελοία ίσως, και απεχθή, μα ασφαλώς πραγματική, υπάρχουσα. Ο Καιρός μας: καιρός μεταιχμιακός, μεταβατικός, μια μετάβαση που κρατάει και μακραίνει, που διαστέλλει έως θραύσεως τις μοντέρνες βεβαιότητες. Ο καιρός του ύστερου μοντερνισμού.