«Μια ομάδα χαρντ ροκ που έχει την όψη τέρατος κέρδισε στη Γιουροβίζιον», δήλωσαν οι «Λόρντι» αμέσως μετά τον θρίαμβό τους και προσγείωσαν, σε μία φράση, όλη την εθνική έξαρση και το πάθος που με γεωμετρικούς ρυθμούς αυξανόταν τις τελευταίες ημέρες, προσδίδοντας στον θεσμό μεγέθη ολυμπιακής διοργάνωσης. Οι Φινλανδοί νικητές, μαζί με τους Λιθουανούς «We are the winners» («πού είναι η μπάλα οεο» – το επιτυχημένο σχόλιο του Καπουτζίδη) και την απορριφθείσα στους ημιτελικούς «ανάγωγη» Ισλανδή (congratulations), αντιπροσώπευαν με τον πληρέστερο τρόπο τη γιουροβιζιονική αλήθεια. Χωρίς καμία σοβαροφάνεια, με χιούμορ, σαρκαστική και αυτοσαρκαστική διάθεση και «αυθεντικό» κιτς έδειξαν τον (ανακουφιστικό) δρόμο προς την εκτόνωση. Ξόρκισαν την γκλαμουροκατινιά, το σοφτ πορνό (σε οικογενειακή συσκευασία) και τον εθνικοπόπ αχταρμά και έδειξαν το πραγματικό πρόσωπο του θεσμού, σκανδαλίζοντας εκείνους που επιμένουν σε βαρύγδουπες αναλύσεις και σχόλια.
Μια χαρά ήταν οι «Λόρντι», που με κέφι και άποψη υποστήριξαν την «ιδιοτροπία» της εμφάνισής τους, εγκαθιστώντας το γκροτέσκο εκεί όπου η συντριπτική πλειοψηφία των υποψηφίων καταθέτει χιλιάδες ευρώ σε επώνυμους μόδιστρους και ρούχα με υπογραφή. Ακόμη και αν δεν είναι τόσο αθώοι και «χύμα», αλλά έχουν κάνει τους υπολογισμούς τους και τη συστηματική προετοιμασία τους, έχοντας συγκεκριμένο στόχο, ακόμη και τότε, προηγούνται. Δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συμπτωματική η πρόκρισή τους. Από τη μία ο κορεσμός από τον ομογενοποιημένο ήχο, από την άλλη η αποχαύνωση από το «παγκοσμιοποιημένο» θέαμα, οι Φινλανδοί πρότειναν το διαφορετικό και αιφνιδίασαν ευχάριστα. Εφεραν στην επιφάνεια την επιθυμία για ανατροπή, για ενόχληση της καθεστηκυίας αισθητικής, για αντίδραση σε μια προβεβλημένη και επιβεβλημένη αντίληψη.
Ανέβηκαν στο βάθρο με ευρωπαϊκό κατευόδιο, κερδίζοντας την πλειοψηφία των ψηφοφόρων, κάθε ηλικίας όπως συμπεραίνουμε από ένα πρόχειρο στατιστικό δείγμα.
Σύμφωνοι. Υποδαυλίζουν και αυτοί την καταναλωτική επιθυμία. Μπορούν να μετατραπούν πολύ εύκολα σε μπρελόκ, μπλουζάκια, κασκέτα. H γκόθικ μεταμφίεσή τους προσφέρεται και έχει αγοραστική αξία. Ακόμη και αν δηλώνουν (στην «Ομπσέρβερ») ότι «κάτω από αυτό το εντυπωσιακό κοστούμι κρύβονται βαρετοί συνηθισμένοι τύποι, που πηγαίνουν βόλτα τον σκύλο τους, ψωνίζουν από το σούπερ μάρκετ και βλέπουν DVD’s, τρώγοντας καραμέλες και σοκολάτες», ακόμη και αν φυγαδεύτηκαν για να μη φωτογραφηθούν τα πρόσωπά τους χωρίς μακιγιάζ, οι Φινλανδοί υπήρξαν αποκαλυπτικοί.
Δεν είναι το τραγούδι τους που θα θυμόμαστε, μια αδιάφορη μείξη χαρντ ροκ και χέβι μέταλ, ούτε οι «προκλητικοί» στίχοι τους (που υποχρέωσαν σε υπερωρίες τον συνήθη θίασο ποικιλιών, ο οποίος μετά τον «Κώδικα» όρμησε στο «Hallelujah»), αλλά η παρουσία τους. Οι 292 πόντοι, γι’ αυτά τα «χαριτωμένα πλάσματα», η αυθόρμητη επανάσταση των ανά την Ευρώπη τηλεθεατών που έδωσαν το προβάδισμα στους «Λόρντι». Ισως, με τον καιρό, να ξεχάσουμε και το όνομά τους. Θα παραμείνουν όμως στη μνήμη ως νικηφόρα τέρατα, μαζί με την υποψία: «Ποια είναι τα πρόσωπά σας κάτω από τις μάσκες»; ρώτησαν οι δημοσιογράφοι. «Ποιες μάσκες…» απάντησαν εκείνοι.