Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων

Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων

6' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H εβραϊκή παρουσία στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερης διάρκειας και, μέχρι τη γερμανική κατοχή, περισσότερο ποικιλόμορφη απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης: ελληνόφωνοι «Ρωμανιότες» που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από τους ελληνιστικούς χρόνους, Ασκενάζι από την Ανατολική Ευρώπη και κυρίως ισπανόφωνοι Σεφαραδίτες που όλοι τους είχαν βρει άσυλο εδώ ύστερα από αιματηρά πογκρόμ σε διάφορα μέρη της Γηραιάς Ηπείρου. H πολυμορφία αυτή, που δεν ήταν απλώς απόρροια διαφορετικής προέλευσης, αντανακλούσε επίσης τους διαφορετικούς βαθμούς κοινωνικής και πολιτισμικής ένταξης των εκάστοτε κοινοτήτων στον πληθυσμό της πλειονότητας. O παράγων αυτός σχετιζόταν άμεσα και με τις έντονες διαφορές στην ικανότητα των εβραϊκών κοινοτήτων να αντιμετωπίσουν την πιο θανάσιμη απειλή που είχαν συναντήσει στη μακρόχρονη ιστορία τους, δηλαδή τους διωγμούς εκ μέρους της ναζιστικής Γερμανίας. Συνεπώς, οι εντυπωσιακές διαφορές στα κατά τόπους ποσοστά επιβίωσης απορρέουν εν μέρει από αυτήν τη μεταβλητή.

Στα γερμανοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας κατοικούσαν σχεδόν τα 3/4 των Εβραίων της χώρας. Εντούτοις οι Γερμανοί καθυστερούσαν τα σχέδια της «φυλετικής κάθαρσης», προκειμένου να πετύχουν πρώτα ένα συντονισμό με τις άλλες δυνάμεις κατοχής, τους Βουλγάρους και κυρίως τους «δύστροπους» σε αυτό το σημείο Ιταλούς εταίρους τους. Εν αναμονή της ευθυγράμμισης των τελευταίων αρκέστηκαν μέχρι το καλοκαίρι του 1942 σε «δευτερεύοντα» μέτρα, όπως ανακρίσεις, κατασχέσεις, μεμονωμένες συλλήψεις και εκτελέσεις. Ταυτόχρονα η Ειδική Μονάδα (Sonderkommando) Rosenberg συνέλεξε στατιστικά στοιχεία για διευκόλυνση της «Τελικής λύσης του εβραϊκού προβλήματος» – όπως ήταν η κατ’ ευφημισμόν περίφραση για τη σχεδιαζόμενη γενοκτονία, το Ολοκαύτωμα ή Shoah. Για τον ίδιο λόγο έγιναν προσπάθειες να δημιουργηθεί στη χώρα ευρύτερο αντισημιτικό κλίμα, αφού ο μέσος Ελληνας δεν είχε «συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο από τον παγκόσμιο ιουδαϊσμό» – όπως επισήμαιναν επικριτικά οι ναζί κατακτητές.

Κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή της «Τελικής λύσης» στην Ελλάδα, την οποία δρομολόγησε ο εκτοπισμός της κατά πολύ πολυπληθέστερης εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ανέλαβαν οι απεσταλμένοι του Αϊχμαν Dieter Wisliceny και Alois Brunner, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω. H έλευσή τους στις αρχές του 1943 σηματοδότησε την κορύφωση του δράματος για τη μακραίωνη εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Υστερα από την κατάσχεση των εβραϊκών περιουσιών «υπέρ του ελληνικού Δημοσίου» (και συχνά πλιάτσικο από Γερμανούς αλλά και Ελληνες συνεργάτες), μετά τον στιγματισμό με το κίτρινο αστέρι και τον περιορισμό τους σε γκέτο, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της γερμανοκρατούμενης Μακεδονίας μεταφέρθηκαν βίαια στο Αουσβιτς. Ταυτόχρονα οι Βούλγαροι συνέλαβαν αιφνιδιαστικά τους Εβραίους στις de facto προσαρτημένες «νέες επαρχίες» ανατολικά του Στρυμόνα και τους παρέδωσαν στους δημίους. Στην υπόλοιπη Ελλάδα οι Ιταλοί παρεμπόδιζαν τις φυλετικές διώξεις, έτσι ώστε μόνο μερικούς μήνες μετά τη συνθηκολόγησή τους τον Σεπτέμβριο του 1943, από τον Μάρτιο του 1944 οι Γερμανοί μπορούσαν να προβούν στην «εκκαθάριση» και των άλλοτε ιταλοκρατούμενων περιοχών – ενίοτε με τη συνδρομή δοσίλογων σχηματισμών.

Τα ποσοστά επιβίωσης

Στους παράγοντες που αποφασιστικά επηρέαζαν την τελική αναλογία επιζώντων και θυμάτων στις διάφορες κοινότητες συγκαταλέγονταν η στάση, η ικανότητα και η διορατικότητα των εβραϊκών ηγεσιών, η απόσταση από τις πλησιέστερες ελεύθερες, δηλαδή ανταρτοκρατούμενες περιοχές (ως επί το πλείστον υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ), καθώς και ο βαθμός της ένταξης και αφομοίωσης του εβραϊκού στοιχείου στον γενικό πληθυσμό. Το σημείο αυτό όχι μόνο διευκόλυνε ή δυσκόλευε κατά περίπτωση το έργο των ναζιστικών αρχών, αλλά είχε και κάποια επίδραση στον ζήλο των χριστιανών Ελλήνων να βοηθήσουν έμπρακτα και με κίνδυνο της ζωής τους τους κατατρεγμένους Εβραίους. Δεν ήταν τυχαία η τεράστια διαφορά στα ποσοστά επιβίωσης ανάμεσα στους ισπανόφωνους «Σεφαραδίτες» της Θεσσαλονίκης και τις παλαιές κοινότητες των θεσσαλικών πόλεων και της Χαλκίδας που αποτελούνταν από ελληνόφωνους «Ρωμανιότες». Σημαντικό ρόλο έπαιζε όμως και το χρονικό σημείο της γερμανικής επέλασης. Οι όψιμοι επικριτές της τάχα «μοιρολατρικής» στάσης των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης παραβλέπουν ότι τον Μάρτιο του ’43 ήταν εντελώς αδύνατη μια μαζική έξοδος στα μακεδονικά βουνά, υπό την υποτιθέμενη προστασία των λίγων εκατοντάδων ανταρτών που μόλις είχαν αναπτύξει σποραδική δράση. Το 1944, π.χ., στις πόλεις της Θεσσαλίας, οι συνθήκες και οι αναλογίες διέφεραν ριζικά.

Ελάχιστοι Εβραίοι θα είχαν επιβιώσει χωρίς τη συνδρομή μεγάλης μερίδας του χριστιανικού πληθυσμού – από την Αντίσταση και την Εκκλησία έως και την Αστυνομία. Αλλά κι έτσι, από τους 73.000 Εβραίους που πιθανώς ζούσαν στην Ελλάδα το 1941 (εδώ διαπιστώνεται μια μικρή απόκλιση με το λεύκωμα), λίγοι μπόρεσαν να ξεφύγουν από τα γρανάζια του ναζιστικού μηχανισμού εξόντωσης. Περίπου 8.500 κρύφτηκαν στην ενδοχώρα, τουλάχιστον 2.000 κατόρθωσαν να διαφύγουν, κυρίως προς τη M. Ανατολή, ενώ ο ίδιος σχεδόν αριθμός επέζησε από τα ναζιστικά κρεματόρια. Οι υπόλοιποι είχαν εξοντωθεί δόλια, βάναυσα, βάσει προμελετημένου σχεδίου.

Το πρωτόγνωρο του εγκλήματος διαπιστώνεται ακόμη και στις ελλείψεις του ελληνικού λεξιλογίου. Π.χ., η έννοια deportation -η βίαιη μεταφορά σε στρατόπεδο προβλεπομένου θανάτου- μεταφράζεται ανεπαρκέστατα ως «απέλαση» ή «εκτοπισμός», έννοιες που αφήνουν περιθώρια ελπίδας ως προς τον τελικό προορισμό. Αντιθέτως, οι μυριάδες ανήμπορων ανθρώπων που στοιβαζόντουσαν χειρότερα από ζώα σε φορτηγά τρένα για να δολοφονηθούν στο Auschwitzh, δεν ήταν ούτε απελαθέντες ούτε όμηροι.

Πρωτόγνωρες ήταν και οι δυσκολίες επικοινωνίας όσων επέζησαν και επέστρεψαν από την κόλαση. Παραθέτω από τις σχετικές αναμνήσεις της Ερικα Κούνιο-Αμαρίλιο: «Μαρτυρίες υπήρχαν, όμως δεν έγινε κατανοητό το μέγεθος του εγκλήματος και η ιδιαιτερότητά του, ενώ οι φρικαλεότητες δημιουργούσαν «δυσκολίες ακρόασης». H απουσία ενός ανάλογου ιστορικού παραδείγματος δεν επέτρεπε να γίνουν κατανοητές και ερμηνεύσιμες πολλές πλευρές της «ακραίας εμπειρίας»… (Ετσι) τα θύματα, πολύ συχνά, βρέθηκαν να κατηγορούνται τα ίδια για την τύχη τους».

Οι ένοχοι

Από τους ενόχους της γενοκτονίας στην Ελλάδα, ο Βισλιτσένι εκτελέστηκε το 1948 στην Μπρατισλάβα, ο Μπρούνερ βρήκε τελικά καταφύγιο στη Δαμασκό, ενώ ο Μαξ Μέρτεν, υπεύθυνος για τη «λογιστική» συνεργία της Βέρμαχτ στο ανθρωποκυνηγητό, συνελήφθη το 1957 στην Ελλάδα και καταδικάστηκε, το 1959, σε 25 χρόνια φυλάκιση. Ωστόσο, έπειτα από έντονες πιέσεις και οικονομικούς εκβιασμούς της εύρωστης Δυτικής Γερμανίας η τότε ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε μέσα σε λίγους μήνες και παραιτήθηκε από την αρμοδιότητα της ποινικής δίωξης: Με δύο νόμους απέλασε όχι μόνο τον Μέρτεν, αλλά «τροποποίησε» και τη σχετική νομοθεσία – έτσι ώστε να «αναστέλλεται αυτοδικαίως… πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου», ενώ «αντίγραφα των δικογραφιών αποστέλλονται εις τας γερμανικάς δικαστικάς αρχάς».

Μολονότι σύντομα θα αποδεικνυόταν ότι οι Γερμανοί, που είχαν αναλάβει την υποχρέωση της δικαστικής εξέτασης των υποθέσεων, τελικά δεν δίκασαν ούτε έναν κατηγορούμενο για εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί στην κατεχόμενη Ελλάδα, η «αναστολή» διατηρείται έως σήμερα εν ισχύι – ανεπηρέαστη από τις όποιες πολιτειακές και κυβερνητικές αλλαγές. Το 1975 μάλιστα, σχεδόν όλα τα έγγραφα του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου εκποιήθηκαν προς πολτοποίηση με απόφαση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης! Ακόμα και όταν το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο OHE εισηγήθηκαν και αποφάσισαν τη μη παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις αποφάνθηκαν αρνητικά παραπέμποντας στη νομική ρύθμιση του 1959. Το ίδιο συνέβαινε από το 1985 και έπειτα, όταν έγινε γνωστό ότι ο Μπρούνερ, παρά τις σκόπιμες φήμες για τον θάνατό του, ζούσε και βασίλευε στη Δαμασκό. Εις βάρος του εκδόθηκαν εντάλματα συλλήψεως λόγω προσωπικής ευθύνης για τη δολοφονία τουλάχιστον 130.000 Εβραίων σε έξι χώρες. Εντούτοις άκαρπες έμεναν οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις αυτών των χωρών και ξένων οργανισμών, όπως της Ομομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και εγχώριων παραγόντων, όπως Ελλήνων βουλευτών ή του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος προς τους εκάστοτε υπουργούς Δικαιοσύνης της χώρας μας, να εγείρουν προς τη Συρία αίτημα έκδοσης ή τουλάχιστον να δικάσουν τον Μπρούνερ ερήμην, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας. Από το 1985 έως το 2005, όποτε ετίθετο το ζήτημα, οι αρμόδιοι Ελληνες υπουργοί -ανάμεσά τους διακεκριμένοι νομικοί επιστήμονες- απάντησαν αρνητικά, παραπέμποντας στην υποτιθέμενη αναρμοδιότητα της ελληνικής πολιτείας να ασχοληθεί με τους ναζί εγκληματίες πολέμου που έδρασαν στην Ελλάδα, εφόσον με τους νόμους του 1959 το δικαίωμα αυτό είχε μεταβιβαστεί (δήθεν) τελεσίδικα στις γερμανικές αρχές – και στις ελληνικές καλένδες…

Πάνω σε αυτό, επιτρέψτε μου δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, στη χώρα με την παροιμιώδη συχνότητα των νομοθετικών αλλαγών, λίγοι νόμοι έχουν να επιδείξουν τέτοια μακροβιότητα όπως αυτά τα δύο περίφημα διατάγματα. Μάλιστα, μια άρση, ακύρωση ή έστω τροποποίηση θα γινόταν ακόμα πιο εύκολη, αφού εκείνοι οι νόμοι ομιλούν μόνο για αναστολή και όχι για οριστική παύση της δίωξης. Δεύτερον, ακόμη και με αυτούς τους νόμους ξενικής προέλευσης η αναστολή της δίωξης περιορίζεται στους εγκληματίες γερμανικής υπηκοότητας. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, η συνεχιζόμενη επίμονη άρνηση του ελληνικού κράτους να προβεί σε δίωξη του Μπρούνερ υιοθετεί αβασάνιστα τους κανόνες της ναζιστικής Μεγάλης Γερμανίας, αφού ο κατά συρροήν δολοφόνος είναι Αυστριακός και ήταν πάντοτε, αν εξαιρέσουμε την περίοδο του Anschluss 1938-1945.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή