Μισθοφόροι, αλλά χρήσιμοι

2' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ πλανιόταν στη φίλαθλη αγορά ένα ερώτημα, κατ’ ουσίαν ανυπόστατο: Με ποιους είσαι; Με τους Ιταλούς (Μίλαν) ή με τους Αγγλους (Λίβερπουλ); Ανυπόστατο, γιατί, εκτός από τις φανέλες με τη βαριά ιστορία, στο γήπεδο βρίσκονταν δύο πολυεθνικοί όμιλοι, στον αγωνιστικό χώρο καθρεφτιζόταν η ισχύς της παγκοσμιοποίησης, μαγικά πόδια απ’ όλες τις φυλές: Βραζιλιάνοι, Νορβηγοί, Ολλανδοί, Ισπανοί κ.ά., με συνδετικό κρίκο τα χρυσά τους συμβόλαια.

Μισθοφόρους τους αποκάλεσαν κάποιοι περιφρονητικά, ξεχνώντας την ιστορική διαδρομή των μισθοφόρων στους αιώνες, τη συνεισφορά τους στο χτίσιμο αυτοκρατοριών. Από την αρχαία Ρώμη έως τις σύγχρονες εταιρείες ενοικίασης μισθοφόρων ο κόσμος ήταν γεμάτος από πρόθυμους να σκοτώσουν για να βγάλουν τα προς το ζην. Από τους πιο φοβερούς, οι Βάραγγοι, θηριώδεις Σκανδιναβοί, που όταν δεν πετσόκοβαν για λογαριασμό των Βυζαντινών, έκαναν εκστρατείες κατά του Βυζαντίου, μπας και γίνονταν αφεντικά στη θέση των εργοδοτών τους. O ευφυής Βασίλειος Β΄ (Βουλγαροκτόνος) ζήτησε βοήθεια από τον Βάραγγο Βλαδίμηρο, ηγεμόνα του Κιέβου, για να σώσει τον θρόνο του από σφετεριστές. Ο Βλαδίμηρος ανταποκρίθηκε, έστειλε μια στρατιά από ανθρωποκόφτες στο πλευρό του χριστιανού Βασιλείου, ο οποίος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης έδωσε το χέρι της αδελφής του, πριγκίπισσας Αννας, στον άγριο φίλο. Λεπτομέρεια διαχρονικής αξίας: ο Βασίλειος, εντυπωσιασμένος από τη λειτουργικότητα των μισθοφόρων, ίδρυσε τάγμα σωματοφυλάκων, τη Βαραγγική Φρουρά, που έγραψε ιστορία στο Βυζάντιο.

Ενας πόλεμος χωρίς φανερά όπλα δεν είναι και το ποδόσφαιρο, αυτή η γιγάντια αυτοκρατορία θεάματος, πάθους, συμφερόντων και ξεπλύματος χρήματος; Πόλεμος που συνεχίζεται και εκτός γηπέδων. Το φοβερό συμβάν της Παιανίας ξεχάστηκε, έως ότου κάτι παρόμοιο συνταράξει πάλι το Πανελλήνιο. Το μίσος των εγχώριων πραιτωριανών οπαδών το καλοκαίρι αναστέλλεται, μισθοφόροι αλλοδαποί ταραξίες παραμένουν σε εφεδρεία, ο ελληνικός ποδοσφαιρικός εμφύλιος βορείων-νοτίων έχει βαθιές ρίζες.

Και οι αδιάφοροι περί αυτά πρέπει να παραδεχθούν ότι το ποδόσφαιρο είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό φαινόμενο, άλλοτε με τα θλιβερά και άλλοτε με τα φαιδρά του. Στα τελευταία συγκαταλέγεται η μεταγραφική περίοδος, αυτό το ανθρωποπάζαρο που έχει γούστο να το παρακολουθούν και ορκισμένοι εχθροί του αθλήματος. Οι παλαιότεροι θυμούνται -και χαμογελούν- δηλώσεις ποδοσφαιριστών όταν μεταγράφονταν σε μια ομάδα: ήταν παιδικό όνειρό μου να φορέσω τη φανέλα π.χ. της ΑΕΚ ή του Ολυμπιακού. Κατά σύμπτωσιν, η ομάδα που έδινε τα περισσότερα χρήματα ήταν αυτή που έβλεπαν στα όνειρά τους. Δίκην παγκοσμιοποίησης, κόσμος πάει και έρχεται, λατινοαμερικάνοι, μαυρούκοι, αδυνατούμε να συγκρατήσουμε τα ονόματα των νεοαποκτηθέντων της αγαπημένης ομάδας, κλωτσάνε εδώ για λίγους μήνες, ένα χρόνο, κι έπειτα φεύγουν γι’ αλλού. Κάποτε, οι φανέλες λες και είχαν κολλήσει πάνω στο κορμί των ειδώλων μας, η σύνθεση δεν άλλαζε για χρόνια πολλά, ήταν αρκετό να ξέρεις να μετράς από το 1 εως το 11 – η ομάδα (θέλαμε να πιστεύουμε) ήταν σαν μια οικογένεια. Ας μη φτάνουμε στο άλλο άκρο, ο ρομαντισμός και στο ποδόσφαιρο, αν υπήρξε ποτέ, απεβίωσε. Ετσι, ας συμβιβαστούμε με τους αναλώσιμους μισθοφόρους, ας πιούμε μαζί τους από το ποτήρι της νίκης. Η χρησιμότητά τους. ιστορικά είναι αδιαμφισβήτητη και οι όποιοι υπεράνω χρημάτων τον λίθον βαλέτω.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή