Εντάσεις στα Βαλκάνια

2' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους στην Αλβανία και στη Βουλγαρία και οι συνομιλίες που είχε με τους πρωθυπουργούς της Κροατίας και της FYROM στα Τίρανα, επιβεβαίωσαν τα ισχυρότατα ερείσματα των Ηνωμένων Πολιτειών στις μετακομμουνιστικές χώρες των Βαλκανίων, που για μία φορά ακόμη αναδεικνύονται σε πεδίο αναμετρήσεως της Δύσεως με την Ανατολή, εξ αφορμής του θέματος του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και της επιθετικής ενεργειακής πολιτικής του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.

Στον ανταγωνισμό αυτόν, οι ΗΠΑ και η Ρωσία αξιοποιούν η κάθε μία αντιστοίχως στοιχεία της υπεροχής τους: η μεν Ουάσιγκτον τη στρατιωτική της ισχύ και την πολιτική της θέληση να ενεργήσει σε διεθνές επίπεδο, η δε Ρωσία το πλεονέκτημά της στον ενεργειακό τομέα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήγαγαν στη σφαίρα επιρροής τους τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Βαλκανικής, καλύπτοντας ανάγκες ασφαλείας, πραγματικές ή εικαζόμενες· ενώ ο κ. Πούτιν αύξησε σημαντικότατα τα ερείσματά του σε δύο παραδοσιακούς συμμάχους του ΝΑΤΟ -την Τουρκία και την Ελλάδα-, προωθώντας συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα της ενέργειας. Κάποια ισορροπία θα είχε πιθανόν επιτευχθεί, εάν δεν υπήρχε η εκκρεμότητα του Κοσσυφοπεδίου. Ο κ. Μπους αποφάσισε να ανεβάσει τον πήχυ της αντιπαραθέσεως, στηρίζοντας την ανεξαρτησία της αλβανόφωνης αυτής περιοχής. Η απόφασή του ήταν αναμενόμενη, διότι με τον τρόπο αυτόν θα ενεργούσε μια όποια υπερδύναμη.

Ο κ. Πούτιν αντέδρασε απειλώντας με την άσκηση βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά είναι πιθανόν ότι η Ουάσιγκτον με κάποιους συμμάχους θα προχωρήσει σε μονομερή αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου. Στην περίπτωση αυτή, ο Ρώσος πρόεδρος δεν είναι δυνατόν να αρκεσθεί σε μία ρητορική καταδίκη, δίχως να απολέσει σημαντικό ποσοστό της αξιοπιστίας που επιχειρεί να επανακτήσει στη διεθνή σκηνή.

Θεωρητικώς η Μόσχα θα μπορούσε να ενεργήσει με τρόπο ουσιαστικό, να συσφίγξει δηλαδή σημαντικότατα τις πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές σχέσεις της με τη Σερβία, δημιουργώντας μια μόνιμη εστία ανταγωνισμού και διαπάλης στη νοτιοανατολική Ευρώπη με τις ΗΠΑ.

Είναι προφανές πως μια αύξηση του ανταγωνισμού και της εντάσεως στις σχέσεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας στη Βαλκανική, εξ αφορμής του θέματος του Κοσσυφοπεδίου, είναι άκρως ανεπιθύμητη για την Αθήνα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει σε περιβάλλον ανατροπής των δεδομένων. Δεν έχει διεκδικήσεις, δεν έχει ζωτική ορμή – στοιχεία που διαθέτουν οι βόρειοι γείτονές της.

Η θλιβερή αυτή αλήθεια απεδείχθη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν η Ελλάς υποστήριξε μετά πάθους την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας, παρά το γεγονός ότι η διάλυση της πολυεθνούς αυτής οντότητος θα μπορούσε να αναδείξει τη χώρα μας σε πόλο οικονομικής και πολιτικής ισχύος.

Σήμερα η Βαλκανική βρίσκεται ενώπιον νέας ανατροπής, που αφορά στο καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου. Ανησυχία διακατέχει την ελληνική πλευρά, που θα προτιμούσε να ζει σε ένα περιβάλλον λιγότερο ρευστό και ανταγωνιστικό. Αλλά τα δεδομένα της γεωγραφίας δεν είναι δυνατόν να αναιρεθούν, χάριν της ανέσεως των Ελλήνων πολιτών και των κοινοβουλευτικών τους εκπροσώπων, που αγωνιούν πλέον για την επανεκλογή τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή