Δύο παρατηρήσεις για τις τουρκικές εκλογές

Δύο παρατηρήσεις για τις τουρκικές εκλογές

3' 16" χρόνος ανάγνωσης

Δύο εβδομάδες μετά την περήφανη νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις τουρκικές βουλευτικές εκλογές της 22ας Ιουλίου, έχουν ήδη γραφεί πολλά για τη σημασία και τις πιθανές συνέπειές της. Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθούν δύο ακόμη σημεία που χαρακτήρισαν μία από τις πλέον εντυπωσιακές νίκες κυβερνώντος κόμματος στα σύγχρονα πολιτικά χρονικά: Η μεταβολή της πολιτικής ταυτότητας του ΑΚΡ και η τραγική αποτυχία του στρατογραφειοκρατικού κατεστημένου να κατευθύνει τις πολιτικές εξελίξεις.

Οι εκλογές επικύρωσαν την από καιρό διαφαινόμενη αλλαγή του χαρακτήρα του ΑΚΡ από νεο-ισλαμιστικό σε κεντροδεξιό συντηρητικό ή ακόμη και κεντρώο κόμμα. Αυτό είχε ήδη διαφανεί με την κατάθεση των εκλογικών συνδυασμών, όταν 154 εν ενεργεία βουλευτές, κατά πλειοψηφία μέλη της ισλαμιστικής πτέρυγας του κόμματος, αποκλείσθηκαν προς όφελος κεντροδεξιών ή κεντρώων υποψηφίων χωρίς ισλαμιστικό παρελθόν. Ενδιαφέρον παρουσίασε και η επιμονή του Ερντογάν στη χρήση του όρου «κοινωνικό κέντρο» (toplumsal merkez) για τον χαρακτηρισμό του κόμματός του κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά και κατά την ομιλία του το βράδυ των εκλογών. Αξίζει επιπλέον να σημειωθούν, η εκλογή 30 γυναικών βουλευτών, αλλά και η εντυπωσιακή αύξηση του ποσοστού του ΑΚΡ στις τάξεις της κουρδικής μειονότητος. Η αύξηση του ποσοστού του κυβερνώντος κόμματος στις ανατολικές και νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας σε σχέση με τις εκλογές του 2002 ήταν περίπου διπλάσια του μέσου όρου. Οι επιτυχίες στους τομείς της οικονομίας και των ευρωτουρκικών σχέσεων και οι -έστω ανεπαρκείς- προσπάθειες της κυβέρνησης Ερντογάν να αναθεωρήσει την κρατική πολιτική δεκαετιών στο κουρδικό ζήτημα, επιβραβεύθηκαν εκλογικά από περίπου 500.000 ψηφοφόρους του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP), οι οποίοι μετακινήθηκαν στο ΑΚΡ. Αυτές οι προσπάθειες είχαν συναντήσει αντίσταση όχι μόνο από στο στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο, αλλά και τμήματα της πολιτικής ηγεσίας των Κούρδων της Τουρκίας.

Επίσης, κάτι που προκαλεί ενδιαφέρον -και προβληματισμό- είναι ο τρόπος με τον οποίο ο στρατός και το κεμαλικό γραφειοκρατικό κατεστημένο χειρίσθηκαν τη σύγκρουσή τους με την κυβέρνηση Ερντογάν.

Το ηλεκτρονικό υπόμνημα της 27ης Απριλίου, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 1ης Μαΐου, τα ογκώδη συλλαλητήρια σε πολλές τουρκικές πόλεις έδειξαν την διάθεση των κεμαλιστών να υψώσουν τον πήχυ της αντιπαράθεσης και να δώσουν μία κατά μέτωπον μάχη, με θεμιτά και αθέμιτα πολιτικά μέσα, στα πρότυπα του «μεταμοντέρνου πραξικοπήματος» του 1997. Ωστόσο, μετά την πρωτοβουλία και μεθόδευση της κρίσης για την προεδρική εκλογή, καταδείχθηκε η απουσία οποιουδήποτε στρατηγικού σχεδιασμού για την πολιτική φθορά του κυβερνώντος κόμματος.

Η απουσία ενός τέτοιου σχεδίου άφησε ελεύθερο το πεδίο στον Ερντογάν να φέρει την αντιπαράθεση στα δικά του μέτρα προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές και να θέσει τους πλέον συμφέροντες για τον ίδιο όρους προεκλογικής αντιπαράθεσης. Το ΑΚΡ παρουσιάσθηκε πειστικά ως ο μοναδικός υπέρμαχος της δημοκρατίας και οικονομικής σταθερότητος και κατόρθωσε να διεισδύσει εκλογικά σε κεντρώα ακόμη και κεντροαριστερά τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία δεν αποτελούσαν παραδοσιακούς ψηφοφόρους του, αλλά παγιδεύθηκαν στον διλημματικό χαρακτήρα των εκλογών.

Σειρά δημοσκοπήσεων επιβεβαίωσαν ότι η ραγδαία άνοδος της υποστήριξης του εκλογικού σώματος στο ΑΚΡ από το 30% στα επίπεδα του 46-47% ήταν επιγενόμενη της πολιτικής κρίσης και αποτέλεσμά της. Εκ των υστέρων, ο όλος σχεδιασμός και χειρισμός της σύγκρουσης με την κυβέρνηση Ερντογάν απεδείχθη εντυπωσιακά ανεπαρκής και ανορθολογικός. Αυτή ακριβώς η ανορθολογικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή ανησυχίας για τις μελλοντικές κινήσεις του στρατού και της γραφειοκρατικού κατεστημένου.

Η νέα τουρκική βουλή είναι κατά πολύ αντιπροσωπευτικότερη των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος σε σχέση με την προηγούμενη. Η κοινοβουλευτική παρουσία του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσεως (MHP), του κουρδικού κόμματος DTP, καθώς και ανεξάρτητων βουλευτών προέδρων μικρών πολιτικών σχηματισμών εγγυώνται μια πιο πολυφωνική και δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική αντιπαράθεση.

Το ΑΚΡ οφείλει να τιμήσει την λαϊκή εντολή προστασίας και εμπέδωσης της τουρκικής δημοκρατίας, επιταχύνοντας δραστικά το πρόγραμμα πολιτικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο καρκινοβατούσε τον τελευταίο διάστημα. Η ριζική αναθεώρηση του χουντικού Συντάγματος του 1982, ενός από τα μείζονα θεσμικά προσκόμματα για την ολοκλήρωση του εκδημοκρατισμού της χώρας, μπορεί να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος της νέας προσπάθειας και να συμβάλει στην αναθέρμανση των διαπραγματεύσεων ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης διδάσκει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Isik της Κωνσταντινούπολης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT