Ο πόλεμος για την ψυχή της Τουρκίας διεξάγεται για περισσότερο από έναν αιώνα. Το θέμα της θρησκείας είναι στο κέντρο της διαμάχης, αλλά δεν είναι η μόνη παράμετρος. Η ανταρσία των Νεότουρκων εναντίον του εξαντλημένου καθεστώτος του Σουλτάνου, η οποία οδήγησε στην εδραίωση κοσμικού κράτους υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, ξεκίνησε το 1908. Αλλά και πριν, η Υψηλή Πύλη ήταν συχνά το πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε εξωστρεφείς εκσυγχρονιστές και αυτούς που σήμερα θα ονομάζαμε σκληροπυρηνικούς εθνικιστές.
Είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι οι σημερινοί κληρονόμοι των Νεότουρκων είναι το αντιδραστικό καθεστώς -ή «βαθύ κράτος»- εναντίον του οποίου πολεμούν οι «μεταρρυθμιστές Ισλαμιστές». Είναι σαν οι ηθοποιοί ενός έργου να ανταλλάσσουν ενδυμασίες και παίζουν το δράμα πάλι με κάποιες παραλλαγές.
Η πλοκή του δράματος σήμερα βασίζεται στο πώς η πολιτική ζωή της χώρας αναπτύσσεται και πώς αυτή η εξέλιξη επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες – στην προκειμένη περίπτωση κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις προσπάθειες της Τουρκίας να ενταχθεί σ’ αυτήν. Και το πιο ενδιαφέρον ζήτημα σήμερα είναι ποιες επιλογές έχουν οι πρωταγωνιστές ώστε να μπορέσει να προχωρήσει προς ένα καλύτερο μέλλον η Τουρκία.
Είναι φανερό ότι οι προσπάθειες των ηγετών του καθεστώτος να υποσκάψουν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το ισλαμικό κόμμα του έχουν πολώσει την τουρκική κοινωνία. Την ίδια ώρα, η νίκη του Ερντογάν στις εκλογές της 22ας Ιουλίου αποδυνάμωσε τον Στρατό και τους πολιτικούς εκπροσώπους του. Το CHP, κόμμα του Ντενίζ Μπαϊκάλ, έχασε πολλά ύστερα από μια εκστρατεία γεμάτη κινδυνολογία και ξενοφοβία, πετυχαίνοντας με αυτό το μήνυμα να στηρίξει τις προσπάθειες των ακόμη πιο ακραίων εθνικιστών του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, του οποίου το ΜΗΡ πήρε 14% στις εκλογές και εισήλθε στην Εθνοσυνέλευση. Ο Μπαχτσελί έχει δηλώσει ότι οι βουλευτές του θα είναι παρόντες στη διαδικασία εκλογής προέδρου, δίνοντας έτσι ευκαιρία στον Ερντογάν να εκλέξει δικό του υποψήφιο. Οι στρατηγοί, αντί να δείξουν σωφροσύνη μετά την ετυμηγορία των ψηφοφόρων, πριν από λίγες μέρες επανέλαβαν ότι ο επόμενος πρόεδρος πρέπει να είναι ειλικρινώς πιστός στο κοσμικό Σύνταγμα. Ετσι, οι στρατηγοί και ο Ερντογάν εισήλθαν σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης. Ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφές πριν από τις εκλογές ότι δεν θα κάνει πίσω. Σήμερα δεν έχει κανένα λόγο -και κανένα δικαίωμα, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε- να υποχωρήσει. Από την άλλη, οι στρατηγοί, εάν υποχωρήσουν, θα αναγκαστούν να απαρνηθούν τον ρόλο τους ως προστάτες του κοσμικού καθεστώτος. Αλλά αν κινηθούν εναντίον της κυβέρνησης, θα κάνουν το μεγαλύτερο κακό στη χώρα την οποία είναι ταγμένοι να προστατεύουν. Το «βαθύ κράτος», δηλαδή, έχει το μεγάλο πρόβλημα.
Πέρα, όμως, από την παράμετρο της θρησκείας, ο Ερντογάν έχει κάνει πολλά στην Τουρκία για να πετύχει τη μελλοντική ένταξη στην Ε.Ε. Εχει δείξει, επίσης, μεγαλύτερη προθυμία να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως το Κουρδικό, το Κυπριακό και τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, την ίδια ώρα που τα πιο «λαϊκά» κόμματα έκαναν σημαία τον εθνικισμό και την ξενοφοβία. Ο Ερντογάν κατάφερε, επίσης, να ορθώσει την οικονομία μετά την καταστροφή που προκάλεσαν ο τότε πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ και ο πρόεδρος Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ, όταν καβγάδισαν δημοσίως στις αρχές του 2001 έπειτα από δήλωση του προέδρου ότι η κυβέρνηση δεν παίρνει στα σοβαρά το πρόβλημα της διαφθοράς. Ο Ερντογάν, δηλαδή, φάνηκε καλύτερος διαχειριστής της οικονομίας απ’ ό,τι οι «κοσμικοί» αντίπαλοι του.
Λογαριάζοντας όλα αυτά, οι στρατιωτικοί δεν φαίνεται να έχουν άλλη επιλογή από το να περιοριστούν στους στρατώνες τους.
Ο ίδιος ο πολιτικός τους πρόγονος, ο Ατατούρκ, δεν δίστασε να αναλάβει μεγάλο ρίσκο για να φέρει τη χώρα του πιο κοντά στην Ευρώπη. Αν ζούσε σήμερα και έβλεπε ότι ένα μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα είναι το καλύτερο όχημα για να πετύχει την ένταξη στην Ε.Ε., πιθανότατα θα στήριζε εκείνο το κόμμα.