Η απαγόρευση οικοδόμησης δασικών εκτάσεων που κάηκαν από πυρκαγιά μέσα σε δημόσια ή ιδιωτικά δάση ή αναδασωτέες εκτάσεις και η διαδικασία κατεδάφισης κτισμάτων ή εγκαταστάσεων προβλέπεται από το Ν. 1892/1990 (άρθρο 114). Η κατεδάφιση γίνεται ύστερα από σχετική απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Ο θιγόμενος υπεύθυνος της κατασκευής του οικήματος ή κτίσματος μπορεί να ασκήσει προσφυγή στον πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου και αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης κατεδάφισης.
Εν τέλει η οριστική κρίση για τη νομιμότητα της κατεδάφισης ανήκει στο ΣτΕ. Είναι όμως γνωστό ότι η τελική κρίση του δικαστηρίου συνήθως βραδύνει και εν τω μεταξύ ο κατασκευαστής του κτίσματος (κύριος ή νομέας ή κάτοχος) παραμένει στο κτίσμα, εφοδιασμένος, τις περισσότερες φορές, με προσωρινή απόφαση αναστολής εκτέλεσης της κατεδάφισης.
Αλλά και στην περίπτωση που απορριφθούν όλα τα ένδικα βοηθήματα του θιγομένου, η Διοίκηση (Τεχνική Υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης) δεν προβαίνει στην κατεδάφιση, με τη συνήθη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν πιστώσεις για την πληρωμή των συνεργείων και μηχανημάτων. Μετά την εξέλιξη αυτή η κατεδάφιση από νομικό γίνεται πολιτικό ζήτημα, το οποίο συνήθως λύνεται στις προεκλογικές περιόδους με τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων. Η κατάσταση όμως αυτή καταλήγει σε μια μόνιμη ανωμαλία, η οποία πρέπει να εξαλειφθεί κατά το δυνατόν με την τροποποίηση του νομικού πλαισίου που ισχύει για την κατεδάφιση των αυθαιρέτων κατασκευών μέσα στον δασικό χώρο.
Το αδύνατο σημείο του πλαισίου των κατεδαφίσεων των αυθαιρέτων κατασκευών είναι η εξακολούθηση της κατοχής του οικήματος ή κτίσματος από τον υπεύθυνο της κατασκευής (κύριο, νομέα ή κάτοχο), ο οποίος έχει δαπανήσει για την ανέγερση άλλοτε περισσότερα και άλλοτε λιγότερα χρήματα, αναλόγως με το στάδιο της κατασκευής, όταν διαπιστωθεί η παράνομη ανέγερση του κτίσματος. Ο κατασκευαστής υπολογίζει ότι η πιθανότητα της κατεδάφισης είναι πολύ μικρή έως ανύπαρκτη και για τον λόγο αυτό αναλαμβάνει το κόστος της κατασκευής και τους κινδύνους από μία πιθανή κατεδάφιση. Εάν όμως η πολιτεία μετά τη διαπίστωση της αυθαίρετης κατασκευής, αφαιρέσει τη νομή ή κατοχή του οικήματος ή κτίσματος, μέχρι την υλοποίηση της κατεδάφισης, θα εκμηδενισθεί ή θα μειωθεί δραστικά το φαινόμενο της αυθαιρεσίας, διότι ο θιγόμενος θα σκεφθεί πλέον σοβαρά το κόστος της ανάληψης της αυθαίρετης κατασκευής και δεν θα αποτολμήσει την υλοποίησή της. Το γεγονός αυτό θα αποθαρρύνει και τους άλλους ομοίους του, που μέχρι σήμερα έχουν την αντίληψη ότι «ό, τι κτίζεις σώζεται».
Πρώτο μέτρο θα είναι η τροποποίηση της παρ. 4 του άρθρου 114 του Ν. 1892/1990, ώστε μετά τη διαπίστωση της αυθαίρετης κατασκευής να επιτάσσεται προσωρινά το αυθαίρετο κτίσμα από το αρμόδιο όργανο (Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο) για λόγους κοινωνικής ανάγκης που συνίσταται στην εξασφάλιση της υλοποίησης της κατεδάφισης του κτίσματος, την οποία θα διενεργεί υποχρεωτικά το ίδιο όργανο, μετά την επίταξη.
Εάν ο θιγόμενος από την κατεδάφιση είναι κύριος του κτίσματος και αποδεικνύει την κυριότητα του ακινήτου έναντι του Δημοσίου θα κανονίζεται από το ενεργούν την επίταξη όργανο ανάλογη αποζημίωση για τη δέσμευση του κτίσματος μέχρι την κατεδάφισή του. Σε περίπτωση διαφωνίας του θιγομένου η αποζημίωση θα καθορίζεται από το αρμόδιο Δικαστήριο. Εάν ο θιγόμενος δεν αποδεικνύει την κυριότητα του κτίσματος -όπως συμβαίνει συνήθως στις περισσότερες περιπτώσεις- θα δεσμεύεται το κτίσμα χωρίς αποζημίωση μέχρι την κατεδάφισή του, την οποία έχει υποχρέωση να υλοποιήσει το πιο πάνω αρμόδιο όργανο.
Η νομοθετική αυτή λύση είναι σύμφωνη:
Με τις διατάξεις των άρθρων 24 (παρ. 1), 117 (παρ. 3), 18 (παρ. 3, που αφορά τις επιτάξεις) και 17 (παρ. 1) του Συντάγματος, κατά το οποίο τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία «δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Με τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 1650/1986. Με τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (που κυρώθηκε από την εσωτερική νομοθεσία), το οποίο αφορά τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – άρθρο 1, κατά το οποίο «παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας…». Οι διατάξεις για την προστασία της ιδιοκτησίας δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέσει εν ισχύι νόμους που κρίνει αναγκαίους για τη ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον.
Εξάλλου με τη ρύθμιση αυτή θα επιβάλλεται προσωρινή αφαίρεση της χρήσης ή κατοχής της κατασκευής (κτίσματος), η οποία δεν θίγει τον πυρήνα τού τυχόν υπάρχοντος δικαιώματος ιδιοκτησίας και είναι προσωρινού χαρακτήρα, με τον όρο της διατήρησής της εντός ευλόγου χρόνου, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ.
Κατά το ίδιο δικαστήριο από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 18 του Συντάγματος που αναφέρεται στη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης, σε συνδυασμό και προς τη φύση του μέτρου της επίταξης, το οποίο αποτελεί βάρος της ιδιοκτησίας, προκύπτει ότι το μέτρο αυτό συγχωρείται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η κοινωνική ανάγκη για την οποία επιβάλλεται είναι έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η επιβολή του εξαιρετικού μέτρου της επίταξης έως ότου υλοποιηθεί η κατεδάφιση του κτίσματος μέσα σε εύλογο κατά τις περιστάσεις χρόνο.
Εκτός τούτου η προσωρινή αφαίρεση της κατοχής ή χρήσης δεν αντιβαίνει στο άρθρο 17 του Συντάγματος, κατά το οποίο δεν είναι αντίθετοι γενικοί περιορισμοί, που επιβάλλονται χάριν του γενικού συμφέροντος, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ.
Ειδικά για την περίπτωση της πρόσφατης πυρκαγιάς της Πάρνηθας, η πιο πάνω νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ενταχθεί στους όρους, απαγορεύσεις και περιορισμούς που πρέπει να καθορισθούν με Προεδρικό Διάταγμα του άρθρου 21 παρ. 2 του Ν. 1650/1986, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν. 1742/1999, για τον χαρακτηρισμό της περιοχής του Δρυμού Πάρνηθας ως «Εθνικού Πάρκου», σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18-20 του Ν. 1650/1986.
* Ο κ. Γιάννης Παπαγιάννης είναι επίτιμο μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.