Κι ενώ η Ελλάδα ζει παραζαλισμένη μέσα σε μιαν αντίφαση, με την ανάγκη για διακοπές από τη μια και την τελική ευθεία των εκλογών από την άλλη, ξαφνικά ένας ακόμα Ελληνας που οι περισσότεροι συμπατριώτες μας μάλλον δεν θα ακούσουν ποτέ το όνομά του, βάζει μια πέτρα στη μακραίωνη, μεγαλειώδη, πλην όμως παρακμασμένη πλέον οικοδομή της ιστορίας αυτού του λαού.
Λέγεται Γεώργιος Τσοντάκης και έχει γεννηθεί στα 1951 στην Αστόρια, αυτή που η «πατρίδα» τόσο συχνά τη χλεύασε. Και, όπως άλλοτε άλλοι μεγάλοι Ελληνες, κατακτά τον κόσμο. Ποιον κόσμο; Τον δικό του, που παντού είναι αξιοσέβαστος, πλην ίσως της ίδιας της Ελλάδας όπου είναι βαθιά περιφρονημένος. Τον κόσμο της μουσικής.
Ο Τσοντάκης είναι συνθέτης και ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εργα του παίζονται από χρόνια και ηχογραφούνται από σημαντικά σύνολα. Στον χώρο της σύγχρονης μουσικής, χώρο εξαιρετικά δύσκολο να πατήσει γερά κανείς, πράγμα όχι παράξενο τέτοιο που είναι το συγκλονιστικό παρελθόν της μουσικής αλλά και η ποιότητα των ανθρώπων που σήμερα την υπηρετούν, ο Τσοντάκης βρίσκει έναν δικό του, αναγνωρίσιμο δρόμο στο διεθνές στερέωμα, δίνοντας ένα στίγμα που όλο και βαθαίνει, όλο και μεγαλώνει.
Τελευταία κουκίδα αυτού του στίγματος, η ηχογράφηση από την εξαιρετική Συμφωνική Ορχήστρα του Ντάλας για την αγγλική εταιρεία δίσκων «Hyperion», του συγκλονιστικού έργου του Τσοντάκη «Man of Sorrows» με τον πιανίστα Stephen Hough, υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Αndrew Litton.
Εδω λοιπόν έχουμε μια σειρά από διεθνείς μουσικές δυνάμεις πραγματικά της πρώτης γραμμής, που καταπιάνονται με το έργο ενός σύγχρονου συνθέτη, ο οποίος είναι Ελληνας την καταγωγή, και το δισκογραφούν μαζί με έργα των «Τριών Ιεραρχών» της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, του Σένμπεργκ, του Μπεργκ και του Βέμπερν, δηλαδή με έργα της ομάδας των συνθετών που στον 20ό αιώνα άλλαξε τη μοίρα της μουσικής. E, όλο αυτό δεν είναι και λίγο.
Βέβαια, ενώ δεν είναι λίγο, δεν λέει και απολύτως τίποτα στο μέγα πλήθος των συμπατριωτών μας. Δυστυχώς, δεν είναι παράδοξο. Λείπουν σχεδόν όλα τα «συστατικά» που θα μπορούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον της σύγχρονης Ελλάδας. O Τσοντάκης είναι συνθέτης και δεν είναι φωτομοντέλο ή ποδοσφαιριστής. Και η μουσική είναι αυτό που είναι και δεν είναι πασαρέλα ή γήπεδο. Δηλαδή, «από χέρι», ο Τσοντάκης είναι εκτός πεδίου αναφοράς για τη σημερινή Ελλάδα, ότι και αν κάνει, ότι και αν πετύχει εκεί που βρίσκεται – άλλωστε δεν είναι ο μόνος, κι άλλοι Ελληνες συνθέτες με διεθνές διαμέτρημα και γραφή αντάξια της ιστορίας της τέχνης τους, όπως λ.χ. ο Γιώργος Κουμεντάκης, ζουν στη σκιά του σημερινού ελληνικού κόσμου, ακόμα και όταν ο διεθνής τούς ανοίγεται… Ενός σημερινού ελληνικού κόσμου σε παρακμή, που δεν δημιουργεί και που έχει αποτάξει όλα όσα ο πραγματικός ελληνικός κόσμος δίδαξε και αντιπροσώπευσε ανά τους αιώνες. Αυτή είναι η μοίρα του πολιτισμού της Ελλάδας στις αρχές του 21ου αιώνα – και όποιος το αρνείται, απλώς εθελοτυφλεί…
Πάντως, το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της νέας ελληνικής δημιουργίας με παγκόσμιο βεληνεκές, που όμως η ίδια η Ελλάδα δεν είναι σε θέση όχι να καταλάβει, αλλά ούτε καν να ξέρει ότι υπάρχει και να αποκωδικοποιήσει τη σημασία της, είναι ότι, όπως λέει ο ίδιος ο Τσοντάκης, το έργο αυτό ξεκίνησε από μια βυζαντινή εικόνα που είχε δει πριν από δέκα χρόνια, στα 1997. Πού; Στην Ελλάδα; Οχι βέβαια. Στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης…