Τελικά συζητήσαμε τόσο πολύ για το χρόνο των εκλογών, που ξεχάσαμε να αναρωτηθούμε γιατί γίνονται. Ο προϋπολογισμός του 2008 αποδεικνύεται ικανή συνθήκη, αλλά πάλι πόσο αναγκαία είναι; Οι μεταρρυθμίσεις είναι ένα διαρκές αιτούμενο, αλλά γι’ αυτές υπάρχει και η συνεχής πολιτική εντολή από το 2004. Τι πρέπει να περιμένει ο πολίτης από την κυβέρνηση της 17ης Σεπτεμβρίου που δεν περίμενε από την κυβέρνηση της 15ης Σεπτεμβρίου; Αυτό φυσικά θα κριθεί τελικά από την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που αποφάσισε ο πρωθυπουργός.
Το 2004, οι Ελληνες πολίτες βρίσκονταν σε ανάταση. Ηταν αισιόδοξοι. Ενιωθαν πως η χώρα είχε κατακτήσει ορισμένα πράγματα και προσδοκούσαν να κερδίσουν κάποια μεγάλα στοιχήματα. Η διαφθορά, η διαπλοκή, το κομματικό κράτος βρίσκονταν στο στόχαστρο μιας ευρύτερης πλειοψηφίας, που είχε απαυδήσει από το ΠΑΣΟΚ και αποφάσιζε να δώσει τα ηνία της χώρας στη Νέα Δημοκρατία. Οι περισσότεροι ένιωθαν ότι η κεντροαριστερά έδωσε όλα όσα είχε να δώσει και -ακόμη χειρότερα για το τότε κυβερνών κόμμα- πίστεψε πως τα αρνητικά χαρακτηριστικά της δημόσιας διοίκησης έχουν γίνει κάτι σαν τα στρείδια στην καρίνα ενός πλοίου που έχει μείνει επί μακρόν στο νερό. Κόλλησαν κι έγιναν ένα με το «καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ».
Σήμερα, οι ψηφοφόροι είναι αμήχανοι και μπερδεμένοι. Δεν βλέπουν κάποιο πρόταγμα στις εκλογές, δεν κατανοούν το διακύβευμα. Η αμηχανία τους έχει να κάνει με το γεγονός ότι σιγά σιγά συνειδητοποιούν πως ορισμένα προβλήματα υπερβαίνουν ακόμη και τα κόμματα που δεν έχουν κυβερνητικό παρελθόν. Διαπιστώνουν ότι παρά την πολιτική βούληση του πρωθυπουργού, το κομματικό κράτος αλλάζει χρώμα, αλλά δεν εξαλείφεται. Βλέπουν ότι, παρά τις προσπάθειες που δαπανήθηκαν, η μεγάλη γάγγραινα της δημόσιας διοίκησης, η διαφθορά, εξαπλώνεται αντί να μειώνεται. Κατανοούν ότι, παρά τα βήματα που έγιναν, οι παθογένειες δεν αποτελούν χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης ενός κόμματος, αλλά είναι μέρος του συστήματος. Κοιτάζουν το σύστημα να οδεύει σε αδιέξοδα, ενώ ήλπιζαν ότι η «πολιτική αλλαγή» θα τα προσπεράσει.
Η αμηχανία τους οφείλεται και στο γεγονός ότι τα πολυποίκιλα προβλήματα ανακυκλώνονται. Το «νεομακεδονικό» σαπίζει δεκαπέντε χρόνια τώρα. Το ασφαλιστικό παραμένει νάρκη στην κοινωνική συνοχή. Η εκπαίδευση συνεχίζει να έχει τα χάλια της. Η δημόσια διοίκηση να ταλαιπωρεί ακόμη τους πολίτες και η Ολυμπιακή εξακολουθεί να χρεώνει με 800.000 ευρώ καθημερινά τους φορολογούμενους. Οι πολίτες νιώθουν ότι δοκίμασαν τα πάντα, χωρίς να επιτύχουν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η χώρα βρίσκεται σε δύσκολο σταυροδρόμι κι αυτό είναι κατανοητό στους πολίτες. Η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί «δύσκολα» ζητήματα, όπως είναι το ασφαλιστικό, η δημόσια διοίκηση, η μεταρρύθμιση στην Παιδεία και η απελευθέρωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ο όρος «δύσκολα» μπαίνει σε εισαγωγικά, γιατί αυτά τα θέματα γίνονται δύσκολα μόνον εντός του συγκεκριμένου πολιτικού πλαισίου που γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Μπορούν να γίνουν εύκολα αν η λαϊκή εντολή απαιτήσει τη συνεργασία των δύο μεγάλων κομμάτων. Ετσι θα σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της αέναης καταγγελίας των συμπτωμάτων της παθογένειας και θα μπούμε σε διαδικασία θεραπείας της παθογένειας καθαυτής.
Οποια κι αν είναι τα αποτελέσματα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, απαιτείται ένα μίνιμουμ συνεννόησης των δύο μεγάλων κομμάτων. Η πλατφόρμα υπάρχει και λέγεται «κοινή λογική». Ολοι βλέπουν το ασφαλιστικό πρόβλημα να θεριεύει. Η κοινή λογική επιτάσσει να γίνει κάτι γι’ αυτό. Ας καταθέσουν και οι δύο τις προτάσεις των κι ας δεσμευτούν από τώρα σε ένα ελάχιστο πακέτο μέτρων που θα εφαρμόσει το κυβερνών κόμμα, όποιο κι αν είναι αυτό. Ας δεσμευτούν ότι θα συνεργαστούν, σε μια σειρά ζητημάτων που καίνε την ελληνική κοινωνία. Το κέρδος ημών των πολιτών θα είναι μεγάλο και η ζημιά των κομματικών σχηματισμών ελάχιστη.